Γίνε Μέλος
Ανάλαβε Δράση
Ενίσχυσέ Μας
Ανακοινώσεις
Εκδηλώσεις
Αρθρογραφία
Επικοινωνία
Menu Icon
Layout Image

200 χρόνια ελληνική επανάσταση

25 Μαρτίου 2021 8:40 ΜΜ

του Φώτιου-Σπυρίδωνος Μαζαράκη
Επικεφαλής του Τομέα Δικαιοσύνης του ΕΠΑΜ

Η “κοινή συνέχεια” και το “ίδιο χρέος”, με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση αλλά πάντα ενεργή, αποτέλεσαν διαχρονικά χαρακτηριστικά του Ελληνικού Λαού. Μετά το τέλος της ελληνικής Αρχαιότητας και της ελληνιστικής περιόδου που ακολούθησε, την αυτοσυνειδησία της ελληνικότητας, την εγγυήθηκαν η κοινή γλώσσα, οι διάχυτες παντού υλικές και άυλες μαρτυρίες του παρελθόντος, η αφήγηση από στόμα σε στόμα της “κοινής περιπέτειας”, και την εγγυήθηκαν το ανυπότακτο των Πόλεων και στη συνέχεια οι Κοινότητες των Ελλήνων, που “ανέχονταν” αλλά δεν αναγνώριζαν επικυρίαρχους· με μια κουβέντα, η συμπαράταξή τους με την ελευθερία και την αυτοδιάθεση. Τα πολιτικά σημάδια και οι παρακαταθήκες που φυλλορροούσαν από τα προηγούμενα, φάνταζαν και ήταν, συνεχώς, τα επόμενα ζητούμενα. Η εμφάνιση του έθνους/κράτους στα μέσα του 18ου αιώνα στην Ευρώπη (και ενώ ο όρος “ελληνικό έθνος” χρησιμοποιείται ήδη από τις αρχές του 15ου αιώνα από τους Γεώργιο Πλήθωνα Γεμιστό και Πασχάλη Κιτρομηλίδη και τον 16ο αιώνα από τον Ιανό Λάσκαρη), η Γαλλική Επανάσταση και η πεντηκονταετής και πλέον προπαρασκευή από τους Έλληνες λόγιους της εποχής, είναι οι καταλύτες που μορφώνουν το εγχείρημα ιστορικά και οπλίζουν τους Έλληνες με ανεπίστρεπτη αποφασιστικότητα ώστε τούτη τη φορά, η Επανάσταση να πετύχει τους σκοπούς της, παρ’ ό,τι η διεθνής συγκυρία, μετά το Συνέδριο της Βιέννης και τη συντριβή των κινημάτων σε Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία, μοιάζει και είναι εχθρική.

1821 – 1864

Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας κατά του οθωμανικού ζυγού, υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένος με ριζοσπαστικά δημοκρατικά και κοινωνικά ιδεώδη, όχι αφηρημένα, αλλά όπως αυτά αποτυπώθηκαν στα πρώτα συνταγματικά κείμενα της Πατρίδας, που ακόμα και σήμερα σε πολλά σημεία τους παραμένουν πρωτοποριακά και ανεκπλήρωτα. Και ενώ οι Έλληνες μαχητές και ναυμάχοι, σε δεκάδες νικηφόρες μάχες υπογράφουν με το αίμα τους την ανεξαρτησία της Ελλάδας, δίνουν ό,τι έχουν και δεν έχουν στον Αγώνα, από την άλλη, οι εμφύλιοι πόλεμοι και τα πρώτα δάνεια με “οίκους” του εξωτερικού ώστε να αναγνωριστεί διεθνώς και να στηριχθεί το εγχείρημα, υποθηκεύουν την ελευθερία του υπό σύσταση κράτους.

Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση στις 30 Μαρτίου 1827 εκλέγει τον Ιωάννη Καποδίστρια κυβερνήτη της Ελλάδας. Ο τελευταίος, αναλαμβάνει καθήκοντα δέκα μήνες μετά την εκλογή του και αφού περάσει υποχρεωτικά από την Μάλτα και δεχθεί τις διπλωματικές νουθεσίες του άγγλου ναυάρχου Κόδριγκτον, οπότε αγγλικό πολεμικό πλοίο, με συνοδεία ενός ρωσικού και ενός γαλλικού, τον αποβιβάζει στο Ναύπλιο. Και ενώ η Χώρα έχει εκλεγμένο Κυβερνήτη από το 1827 με επταετή θητεία, στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου του 1830 που υπογράφεται από τις προστάτιδες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και αναγνωρίζεται έτσι η ανεξαρτησία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ως πολίτευμά του, χωρίς να ρωτηθούν οι Έλληνες, ορίζεται η μοναρχία. Μάλιστα, γινόταν και ονομαστική αναφορά στο πρόσωπο του μονάρχη, επρόκειτο δε για τον Λεοπόλδο του Ζαξ-Κόμπουργκ, ο οποίος επίσης δεν ρωτήθηκε. Μετά την άρνηση του τελευταίου, επιλέχθηκε, πάλι μονομερώς από τις “προστάτιδες” δυνάμεις, ο δεκαπενταετής πρίγκιπας Όθωνας των Βίτελσμπαχ της Βαυαρίας. Έτσι, η δολοφονία του Καποδίστρια ενάμιση χρόνο μετά (27 Σεπτεμβρίου 1831 με το Ιουλιανό ημερολόγιο), “μοιάζει” να είναι η κατάληξη μιας προειλημμένης απόφασης. Η αυθαίρετη εγκαθίδρυση της ξένης μοναρχίας με τον ερχομό του Όθωνα, ο οποίος συνοδεύεται με μικρή “προίκα” αλλά και νέο εξωτερικό δανεισμό, θα ταλανίζει τον τόπο τα επόμενα 150 χρόνια.

Ο Λαός μας όμως, που πολέμησε, μάτωσε, έθαψε τα παιδιά του, έχασε τη σοδειά του, κάηκε το σπίτι του ή το έκαψε ο ίδιος “όταν χρειάστηκε”, αντιδρά από την πρώτη στιγμή: κατά την περίοδο της αντιβασιλείας, Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας φυλακίζονται και καταδικάζονται σε θάνατο (ποινή που δεν εκτελέστηκε) με την κατηγορία του ότι «από κοινού συνωμότησαν για να παρασύρουν τους υπηκόους του βασιλιά σε εμφύλια διαμάχη και να ανατρέψουν την καθεστηκυία τάξη». Το 1834, ξεσπά στη Μεσσηνία ένοπλη εξέγερση που διαχέεται σε όλη την Πελοπόννησο «για την ανάκτηση των πολιτικών δικαίων δια της δυνάμεως, του μόνου και τελευταίου μέσου προς εδραίωση του καταπιεζόμενου λαού», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η πρώτη προκήρυξη των επαναστατών. Τα στρατιωτικά σώματα των Bαυαρών μαζί με “άτακτους”, θα αναγκαστούν να δώσουν αιματηρότατες μάχες για να διασώσουν τη ξένη δυναστεία. Οι ηγήτορες καταδικάζονται σε θάνατο, απόφαση που εκτελείται.

Η Επανάσταση του 1843, με επακόλουθό της το Σύνταγμα του 1844, βάζει ανάχωμα στην “ελέω θεού” βασιλεία του Όθωνα· το πολίτευμα, από απόλυτη μοναρχία, μεταβάλλεται σε συνταγματική μοναρχία. Η εικοσαετία που ακολουθεί, με ναυτικούς αποκλεισμούς από τους άγγλο/γάλλους, με την εμπλοκή της χώρας σε έναν πόλεμο που δεν την αφορούσε (Κριμαϊκός), με γάλλο/βρετανικά αγήματα να καταλαμβάνουν τον Πειραιά, με τα παλιά πολιτικά κόμματα να φθίνουν συνεχώς, με πενιχρή και καθηλωμένη την παραγωγική δραστηριότητα και με τη φτώχεια να λυσσομανά, εξαντλούν την υπομονή του ελληνικού λαού. Μπολιασμένος με νέα ιδεώδη, αλλά και με την ορμή της νέας γενιάς “που ψάχνει τη θέση της”, το 1862, επαναστατεί. Το Ψήφισμα που ακολουθεί, κηρύσσει έκπτωτο τον Όθωνα και την εξουσία αναλαμβάνει προσωρινή πολιτική κυβέρνηση. Οι διεργασίες της νέας Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης, μακρές, επίπονες και με συνεχείς “έξωθεν” παρεμβάσεις, θα κρατήσουν μέχρι το 1864. Θεμέλιο κάθε Εξουσίας ορίζεται το Έθνος των Ελλήνων, εγκαθιδρύοντας έτσι την Αρχή της Λαϊκής Κυριαρχίας, για πρώτη φορά μετά την επανάσταση του ’21. Και ενώ κατοχυρώνονται βασικά ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, η επιβολή νέου μονάρχη από τις “προστάτιδες δυνάμεις”, δεν αποφεύγεται. Το πολίτευμα, πλέον, είναι αυτό της βασιλευόμενης δημοκρατίας, με νέο μονάρχη το Γεώργιο (Α’) Γκλύξμπουργκ, ο οποίος αποδείχθηκε και ο μακροβιότερος (1864-1913). Το αντάλλαγμα για να καμφθούν οι αντιστάσεις, είναι τα “Επτάνησα”. Απ’ την άλλη, η αναγκαστική “προίκα” που κουβαλά ο νέος βασιλιάς στα “μπαγκάζια του”, δεν είναι ορατή στο σύνολό της: νέος εξωτερικός δανεισμός για την αναδιάρθρωση των προηγούμενων δανείων, αλλά και άτυπη διεθνή οικονομική επιτήρηση με την ίδρυση της Διεθνούς Οικονομικής Εξεταστικής Επιτροπής: από το 1841, έχει ιδρυθεί η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στην οποία το κράτος έχει χορηγήσει το εκδοτικό προνόμιο, πλην όμως, λειτουργεί και ως εμπορική τράπεζα. Το γεγονός, λοιπόν, προφανώς και δεν διαφεύγει της προσοχής των ξένων δανειστών. Η ΕτΕ, από τη μια θα εξελιχθεί σε μοχλό ιδιωτικής και δημόσιας ανάπτυξης, από την άλλη, στο απαραίτητο εργαλείο δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, που πρέπει να έχει η Χώρα, και κάθε χώρα.

1865 – 1898

Η περίοδος που ακολουθεί, χαρακτηρίζεται από τη θεμελίωση ισχυρής βιομηχανικής δραστηριότητας σε πολλούς τομείς, που την επόμενη πεντηκονταετία θα επαυξάνεται συνεχώς. Η βελτίωση του αγροτικού τομέα και η πρώτη παραχώρηση γαιών σε ακτήμονες ακολουθούν με μικρότερο βηματισμό, ενώ η εκπόνηση και υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομής, ιδίως προς το τέλος του αιώνα (διώρυγα Κορίνθου, σιδηροδρομικό και οδικό δίκτυο, λιμάνια, αποστραγγιστικά έργα κ.α.) δημιουργούν, για πρώτη φορά, προϋποθέσεις ουσιαστικής και εμπεδωμένης ανάπτυξης. Το εξαγωγικό εμπόριο της σταφίδας και η ναυτιλία, με την έκφανση πλέον της ατμοπλοΐας, ισχυροποιούνται, παράλληλα όμως, και οι πρώτες “μαζικές” μεταναστευτικές εκροές είναι γεγονός, αφού οι θέσεις εργασίας παραμένουν “μετρημένες”. Κοντά στα άλλα, το 1875, καθιερώνεται άτυπα ο πολιτικός θεσμός της “αρχής της δεδηλωμένης”, που ισχυροποιεί τη Λαϊκή Κυριαρχία και επιχειρεί να βάλλει φρένο στα “κέφια” του βασιλιά να διορίζει ως πρωθυπουργό όποιον θέλει, θεσμός που θα βρει τη θέση του οριστικά στο Σύνταγμα του 1927. Οι πρώτες σοσιαλιστικές ομάδες κάνουν την εμφάνισή τους με ηχηρό και παρεμβατικό τρόπο, ενώ και η χώρα είναι συνεχώς παρούσα, ενεργά, με διπλωματικό και οικονομικό κόστος, σε όλους τους επαναστατικούς ξεσηκωμούς της Κρήτης, που επιζητά, με ολοένα και πιο αιματηρό τίμημα των αγωνιστών της, την ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό, πράγμα που θα επισυμβεί, τελικώς, ουσιαστικά το 1912 και τυπικά το 1913. Η “Μεγάλη Ιδέα”, κάνει την εμφάνισή της, εκτός των άλλων, και ως αναγκαία προϋπόθεση για την εδαφική επαύξηση και έτσι, και τη μεγέθυνση της γεωοικονομικής ισχύος του νέου κράτους, όροι απαραίτητοι για τη διατήρησή του.

Και αυτά, παρ’ ό,τι από το 1873 έχει εκδηλωθεί μια από τις ισχυρότερες σε ένταση και διάρκεια οικονομική κρίση στην Ευρώπη, απότοκος της συνεχούς μεγέθυνσης του καπιταλισμού, που ήδη επικρατεί με τη λίγο-πολύ σύγχρονη εκδοχή του. Από την άλλη, η εκμετάλλευση κρισιμότατων φυσικών πόρων, όπως ο ορυκτός πλούτος της χώρας, καταλαμβάνεται από ξένες εταιρείες (πχ Λαύριο από τους Σερπιέρι-Ρου) ενώ, παράλληλα, εισρέουν από το εξωτερικό κεφάλαια Ελλήνων της διασποράς αλλά και ξένων. Οι Έλληνες κεφαλαιούχοι, λόγω της παγκόσμιας συγκυρίας, στην αρχή επενδύουν ευκαιριακά και κερδοσκοπικά (αγοράζω σήμερα για να πουλήσω αύριο πιο ακριβά), κυρίως σε γη, αστική και αγροτική και ιδίως σε μουσουλμανικά κτήματα στη Θεσσαλία, που μετά την προσάρτησή της στον ελληνικό κορμό (1881) και ενώ ο Βίσμαρκ πίεσε για την εξόφληση βαυαρικών δανείων προκειμένου να συναινέσει στην προσάρτηση, οι κάτοχοί τους τα εγκαταλείπουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το εξωελλαδικό κεφάλαιο, πρωταγωνίστησε στη δημιουργία μεγάλων τσιφλικιών στη Θεσσαλία και συνακόλουθα, στην αργή και επίπονη επίλυση του “αγροτικού ζητήματος”. Τέλος, τα σημερινά νεοκλασικά κτήρια της Αθήνας, είναι και αυτά αποτέλεσμα της εποχής και αφού οι προαναφερόμενες εισροές κεφαλαίων, απέκτησαν πιο μόνιμο και σταθερό χαρακτήρα.

Το 1892 πρωθυπουργός επανεκλέγεται (για 6η φορά) ο Χαρίλαος Τρικούπης. Βρίσκεται αντιμέτωπος με μια νέα χρηματιστηριακή κρίση που έχει ξεσπάσει στο Λονδίνο και έχει επηρεάσει όλη την Ευρώπη, την εξέλιξη της ελληνικής σταφιδικής κρίσης (οι τιμές εξαγωγής κατακρημνίστηκαν), το γεγονός ότι τα πολυδάπανα μεγάλα δημόσια έργα της εποχής δεν έχουν προλάβει να αποδώσουν και κυρίως, το ληξιπρόθεσμο, μέρους, προηγούμενων δανείων που έχει συνομολογήσει η χώρα με Λεόντειους όρους υπέρ των ξένων χρηματιστών. Για τη σύναψη νέου δανεισμού για εξόφληση μέρους του παλιού, και παρά τα σκληρά οικονομικά μέτρα που λαμβάνει ο Τρικούπης, οι δανειστές απαιτούν δυσβάσταχτους όρους, μεταξύ αυτών και τέτοιους που θίγουν την εθνική κυριαρχία και τη συνταγματική τάξη της Χώρας: α) έλεγχο των εισπράξεων από τους δανειστές, β) η δανειακή σύμβαση να μην εγκριθεί από τη Βουλή, αλλά απευθείας από το βασιλιά με απλό βασιλικό διάταγμα. Ο Γεώργιος ο Α’ αρνείται, καθόσον οι σύμβουλοί του τού επεσήμαναν ότι η ενέργεια θα φέρει “βαρύτατες ιστορικές ευθύνες”, ενώ ο Χ. Τρικούπης παραιτείται. Στη συνέχεια, σχηματίζεται συμμαχική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Σωτήριο Σωτηρόπουλο η οποία και συνάπτει με τον οίκο Hambro and Son του Λονδίνου δάνειο “κεφαλαιοποιήσεως των παλαιών τίτλων” που χρωστούσε η Ελλάδα, με τους νέους τίτλους να ονομάζονται “Σκριπ”.

Το  1893, ο Χ. Τρικούπης επανέρχεται στην πρωθυπουργία, καταργεί με νόμο την προηγούμενη δανειακή σύμβαση του Σωτηρόπουλου και η χώρα “κηρύσσει στάση πληρωμών”, καθόσον δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τα ξένα δάνεια που είναι συνομολογημένα σε χρυσό ή με “ρήτρα χρυσού”, αφού και τότε ήταν μέλος μιας ιδιότυπης “νομισματικής ένωσης”, με τέτοια χαρακτηριστικά. Η περίφημη φράση του Χαρίλαου Τρικούπη “δυστυχώς επτωχεύσαμεν”, δεν είναι καταγεγραμμένη στα “πρακτικά της Βουλής”. Τη ρήση στην ελληνική ιστοριογραφία, εισήγαγε αργότερα ο Ανδρέας Συγγρός, όταν κατέγραψε στα απομνημονεύματά του ότι άκουσε τον Τρικούπη από τη βήμα της Βουλής, να την μονολογεί “ψιθυριστά”. Και βέβαια, όλα είχαν (και έχουν) τη σκοπιμότητά τους: ο Ανδρέας Συγγρός, ανεξαρτήτως των όσων άλλων, θετικών ή αρνητικών, την εποχή εκείνη ήταν βουλευτής του κόμματος του Χ. Τρικούπη, συγχρόνως όμως, εκπρόσωπος Γάλλων κεφαλαιούχων, που απέβλεπαν στην κατάργηση του “εκδοτικού προνομίου” της Εθνικής Τράπεζας και την υιοθέτηση αυτού του ρόλου, από άλλη Κεντρική Τράπεζα που θα ιδρυόταν, με συντριπτική συμμετοχή ξένων κεφαλαιούχων “επενδυτών”, πράγμα που τελικά επιτεύχθηκε το 1927 με την ίδρυση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελλάδος και κατ’ επιταγή της τότε Κοινωνίας των Εθνών, πρόδρομο του ΟΗΕ.

Ενώ, λοιπόν, η χώρα συνεχίζει να διαπραγματεύεται με τους ξένους δανειστές αναδιάρθρωση του χρέους, ισότιμα, με ήπιους όρους και με ρήτρα “ανάπτυξης”, ξεσπά νέα Κρητική Επανάσταση (1895) με αποτέλεσμα μεγάλες σφαγές άμαχου πληθυσμού στις πόλεις και στα χωριά του μαρτυρικού νησιού οπότε, η Πατρίδα, βοηθά στρατιωτικά (1897) τους επαναστατημένους Έλληνες. Πίσω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όμως, βρίσκεται η Γερμανία, που αφενός έχει εξοπλίσει και στελεχώσει με αξιωματικούς τον οθωμανικό στρατό, αφετέρου, η εξωτερική πολιτική του οθωμανικού κράτους, είναι καθυποταγμένη στην υπηρεσία των γερμανικών συμφερόντων στην περιοχή. Η γερμανική εξωτερική πολιτική, έχει σαν στόχο τα πετρέλαια του σημερινού Ιράκ και την έξοδο στον Περσικό Κόλπο (στόχος και της Ναζιστικής Γερμανίας). Για να επιτευχθεί αυτό, αφενός η δημιουργία του “άξονα” Βερολίνο-Βόσπορος-Βαγδάτη (τα τρία “βήτα”) θα πρέπει να είναι αρραγής, αφετέρου δεν θα πρέπει ποτέ να υλοποιηθεί η “Μεγάλη Ιδέα”. Οι Γερμανοί, λοιπόν, αρνούνται την αυτονόμηση του Νησιού, ενώ οι υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις διάκεινται φιλικά. Υπάρχει, όμως, και κάτι ακόμα: μεταξύ των δανειστών, υπάρχουν Γερμανοί ομολογιούχοι. Οι τελευταίοι, που έχουν ήδη “ζημιωθεί” από τις στάσεις πληρωμών Πορτογαλίας (1892) και Σερβίας (1895), προκαλούν την αδιαλλαξία και των υπολοίπων. Από κοινού με τις “προστάτιδες δυνάμεις” εξωθούν τη χώρα σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1897). Ο οθωμανικός στρατός, εξοπλισμένος από τη Γερμανία και υπό τη διοίκηση αξιωματικών της, απέναντι σε μια χώρα απροετοίμαστη για τέτοιου είδους αναμέτρηση, με ελλιπή εξοπλισμό και σε δεινή οικονομική θέση, προελαύνει στη Θεσσαλία και φτάνει έξω από τη Λαμία. Ο Κάιζερ Γουλιέλμος ο Β’, απαιτεί “γερμανική ειρήνη”. Διαμηνύει ότι, για να επιτευχθεί ανακωχή, η “Ελλάδα πρέπει να ικετεύσει γι’ αυτήν, υποσχόμενη ότι θα υποκύψει, άνευ όρων, στις αποφάσεις των Δυνάμεων”. Αποκλεισμένη η Ελλάδα από την Προκαταρκτική Συνθήκη Ειρήνης, υπό τη θεώρηση ότι εκπροσωπείται από τις “Δυνάμεις”, υποκύπτει στις θελήσεις αυτών αλλά και των δανειστών της. Εκτός των άλλων, επιβάλλονται υπέρ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σε βάρος της Ελλάδος, υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις, που η χώρα αποπληρώνει μέσω σύναψης νέου δανείου με τις Δυνάμεις.

Φεβρουάριο του 1898, μετά από μια συζήτηση στη Βουλή “για τους τύπους”, η τελευταία, “θέλοντας και μη”, κυρώνει τη Συμφωνία για την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στη Χώρα. Σ’ ένα μήνα, οι Οθωμανοί αρχίζουν να αποχωρούν από τη Θεσσαλία. Ο ΔΟΕ, μετατρέπεται σε “Διεθνή Οικονομική Επιτροπή” με έναν αντιπρόσωπο από κάθε Μεγάλη Δύναμη (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Γερμανία, Αυστρία και Ιταλία), η οποία και εγκαθίσταται στο σημερινό “Μέγαρο Μαξίμου”, ενώ δημιουργείται και “Συμβούλιο Ξένων Ομολογιούχων”. Μέσω της ίδρυσης μιας “Εταιρείας Διαχειρίσεως Υπεγγύων Προσόδων”, αναλαμβάνει την είσπραξη των εσόδων από τα “είδη μονοπωλίου”, ήτοι το αλάτι, το πετρέλαιο, τα σπίρτα, τα τραπουλόχαρτα, τα τσιγαρόχαρτα, τη σμύριδα, τον καπνό, τα τέλη χαρτοσήμου, το φόρο καταναλώσεως οινοπνεύματος, τους εισαγωγικούς δασμούς του τελωνείου Πειραιώς και τα ¾ των εσόδων των υπόλοιπων τελωνείων της Χώρας. Η ΔΟΕ, καταργήθηκε de facto to 1951, τυπικά με νόμο το 1978, ενώ τα δάνεια της εποχής, πιθανολογείται ότι εξοφλήθηκαν ολοσχερώς, αρχές της δεκαετίας του 1990.

1899 – 1939

Ο ερχομός του 20ου αιώνα, συνοδεύεται από τον “Μακεδονικό Αγώνα”, συνεχείς αγροτικές εξεγέρσεις και εν τέλει την προσπάθεια της Χώρας να ανασυνταχθεί. Το κίνημα “στου Γουδή”, Σεπτέμβριο του 1909, υπό το βάρος και της ήττας του 1897, επιχειρεί να εκτοπίσει τον κοτζαμπασισμό, την πατρωνία, τις παρεμβάσεις των πριγκίπων στο στράτευμα και να περάσει τη Χώρα σε μια μορφή σύγχρονου αστικού κράτους. Η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, ο οποίος και θεωρείτο “ατιμωτικός” από τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, θεωρείται επίσης προς επίλυση “ζήτημα”, χωρίς όμως βάθος και σαφή πολιτική προσέγγιση. Χωρίς να θέτει Πολιτειακό ζήτημα ή να επιβάλλει δικτατορία ή να θέτει ζήτημα δυναστείας, τους επόμενους μήνες, επιβάλλει στη Βουλή τη ψήφιση μιας σειράς ριζικών μεταρρυθμίσεων. Τα πολιτικά κόμματα, ο Θρόνος και οι ξένες δυνάμεις, ανησυχούν αλλά δεν αντιδρούν, λόγω της λαϊκής αποδοχής που απολαμβάνει το Κίνημα. Τελικώς, ο Ελευθέριος Βενιζέλος που μετακλήθηκε από την Κρήτη, παρουσιάζεται συμβιβαστικός, προτείνει εκλογές για την ανάδειξη Αναθεωρητικής Βουλής και ενώ ο Λαός ζητά Συντακτική Εθνοσυνέλευση.

Πριν από τις εκλογές της 08ης Αυγούστου 1910 δεν συγκροτείται κανένα νέο κόμμα που να εγκολπωθεί τις μεταρρυθμίσεις του 1909/1910. Για πρώτη φορά θέτουν υποψηφιότητα ανεξάρτητοι σοσιαλιστές και εμφανίζεται η σοσιαλδημοκρατική “Κοινωνιολογική Εταιρεία”. Τα παλιά κόμματα εμφανίζονται ως συνασπισμός και κερδίζουν τις 211 από τις 362 έδρες, οι ανεξάρτητοι εκσυγχρονιστές 122 και μεμονωμένοι παλιοί 29. Οι εκσυγχρονιστές συσπειρώνονται γύρω από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος εκλέγεται χωρίς να συμμετάσχει στον προεκλογικό αγώνα. Μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του Δραγούμη, ο Βενιζέλος παίρνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Γεώργιο τον Α’, πλην όμως, δεν εξασφαλίζει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και σε συμφωνία με τον βασιλιά προχωρά σε διάλυση της Βουλής και προκήρυξη εκλογών. Τα παλιά κόμματα θεωρούν αντισυνταγματική την κίνηση του βασιλιά και δεν συμμετέχουν στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1910. Σ’ αυτές, το κόμμα των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου, κερδίζει τις 307 από τις 362 έδρες. Το πρώτο εξάμηνο του 1911 η Βουλή προβαίνει σε ήπια αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864, ενισχύοντας μάλιστα το Θεσμό της Μοναρχίας. Στις εκλογές του Μαρτίου του 1912, ο Βενιζέλος κατακτά 146 έδρες, ενώ όλα τα άλλα κόμματα (και τα παλιά, που συμμετέχουν τώρα σ’ αυτές) κερδίζουν 36. Ο Βενιζέλος, φαίνεται παντοδύναμος.

Μετά από προπαρασκευή και μέσα από τους βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), η Χώρα διπλασιάζεται και εγκολπώνεται εδαφικά και πληθυσμιακά τμήματα, που καμιά αντικειμενική ιστορική κρίση δεν μπορεί να της αρνηθεί. Από την άλλη, οι παρεμβάσεις του παλατιού είναι συνεχείς. Εξαναγκάζουν δύο φορές έναν εκλεγμένο πρωθυπουργό σε παραίτηση και άλλες τόσες μια Βουλή σε διάλυση. Και αν η διορατική εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου κατάφερε να θέσει τη Χώρα με την πλευρά των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και αφού συμμετείχε σ’ αυτόν προκαλώντας όμως “εθνικό διχασμό”, έτσι ώστε υπό τις εγγυήσεις τους η Χώρα να προφυλάξει αλλά και να προσαρτήσει στον κορμό της το ελληνικό πληθυσμιακά και εδαφικά κομμάτι στη Μικρά Ασία που της “αναλογούσε” από μια Οθωμανική Αυτοκρατορία που κατέρρεε, η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου του Α΄ και οι άστοχες και αμετροεπείς ενέργειες των ρεβανσιστών ηγητόρων του που επέστρεψαν στα “πράγματα”, μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, μετέτρεψε το εγχείρημα σε καταστροφή. Δεν έφταιξε όμως μόνο αυτό.

Οι Σύμμαχοι, προχώρησαν σ’ έναν “ιδιόμορφο”, όπως χαρακτηρίστηκε, δανεισμό. Γαλλία, Αγγλία και ΗΠΑ “ενέκριναν προς δανεισμό” μεγάλα ποσά σε φράγκα, λίρες και δολάρια αντίστοιχα, τα οποία όμως ποτέ δεν παρέδωσαν στο ελληνικό κράτος. Χρησιμοποιήθηκαν, θεωρητικά, ως “εγγυήσεις-κάλυμμα” για την έκδοση πρόσθετου ελληνικού χαρτονομίσματος από την τότε ΕΘΝΙΚΗ τράπεζα, που είχε και το εκδοτικό προνόμιο[1]. Η Ελλάδα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, έκοψε χρήμα και χρηματοδότησε την πολεμική προσπάθεια στο μακεδονικό μέτωπο (κατά της Βουλγαρίας που ήταν σύμμαχος της Γερμανίας και της Αυστρίας), την εκστρατεία στην Ουκρανία και Κριμαία (1918) κατά της επανάστασης του 1917 στη Ρωσία, αλλά και την 1η φάση της Μικρασιατικής εκστρατείας.

Η επιστροφή του Κωνσταντίνου του Α’, λόγω της προηγούμενης φιλογερμανικής του θέσης (και συγγένειας) και παρ’ ό,τι συνέχισε τον πόλεμο, αλλά και η προσέγγιση του Κεμάλ με το νέο Σοβιετικό καθεστώς, μεταστρέφουν την πολιτική των άγγλο/Γάλλων, που πλέον, θεωρούν συμφέρον τους να διατηρήσουν ισχυρό το νέο Εθνικό Τουρκικό Κράτος. Στην πιο κρίσιμη στιγμή, οι “σύμμαχοι”, αποσύρουν “τις εγγυήσεις”. Λόγω πανικού που δημιουργείται, το χρήμα θεωρείται πληθωριστικό. Οι τιμές ανεβαίνουν και η ανεργία φουντώνει. Η Χώρα στην αρχή επιτρέπει τη μετατρεψιμότητα της δραχμής, για να την απαγορεύσει λίγο πλην εξαντληθούν ολοσχερώς τα συναλλαγματικά της αποθέματα και ο χρυσός. Έτσι, το Μάρτιο του 1922, η Χώρα προχώρησε σε έναν νέο πραγματικά ιδιόμορφο εσωτερικό αναγκαστικό δανεισμό: έκοψε τα χαρτονομίσματα στη μέση. Το μισό αριστερό τμήμα κάθε χαρτονομίσματος διατηρούσε το 50% της αξίας του, ενώ το δεξιό ανταλλάχθηκε με έντοκες ομολογίες του Δημοσίου. Η επιχείρηση στέφθηκε από επιτυχία και το κράτος εξοικονόμησε 1,2 δις δραχμές.[2] Δεν μπόρεσε όμως να αποτρέψει την μικρασιατική καταστροφή και τις συνέπειές της. Η Ελλάδα της συνθήκης των Σεβρών (1920), “των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων”, αποδείχθηκε βραχύβια.

Ο Νικόλαος Πλαστήρας, αφού κατέρρευσε το μέτωπο στην Μ. Ασία, επιστρέφει στην Αθήνα και ενεργεί στρατιωτικό κίνημα. Ο Κωνσταντίνος ο Α’ εκθρονίζεται και η ακολουθεί η “δίκη και η εκτέλεση των έξι”. Η πορεία της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας (1924-1935), είναι ταραχώδης και διαλείπουσα εξ’ αιτίας των συνεχών στρατιωτικών κινημάτων υπό την επίκληση πάντοτε κάποιου σπουδαίου “εθνικού συμφέροντος ή κινδύνου”, ενώ και το περιεχόμενό της είναι ασαφές και χωρίς βάθος ζητούμενα. Παρά την εγκαθίδρυση Συντάγματος Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1927), δημιουργείται ένας σφιχτός εναγκαλισμός πολιτικών-στρατιωτικών, με τους πρώτους να απευθύνονται στους δεύτερους “όταν χρειάζεται” και τους δεύτερους να υποδεικνύουν στους πρώτους “τι χρειάζεται”, που θα διατηρηθεί μέχρι το 1974. Η κήρυξη της Χώρας σε “κατάσταση πολιορκίας”, με βάσει και τα διεθνή “πρότυπα” της εποχής, είναι επαναλαμβανόμενη και κατά το δοκούν, από βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, που οι θέσεις τους πλέον συμπλέκονται ενώ, και το “Ιδιώνυμο” (1929), οι διώξεις κατά κομμουνιστών και συνδικαλιστών για τη δράση τους, είναι προϊόν της εποχής. Το Σύνταγμα παραβιάζεται και από τις δύο πλευρές, πάντα “για καλό σκοπό”. Τελικώς, με στρατιωτικό πραξικόπημα του Γ. Κονδύλη και με ένα νόθο δημοψήφισμα που ακολουθεί με το οποίο εμφανίζεται ποσοστό 97,6% υπέρ της επιστροφής του βασιλιά, επανέρχεται ο Γεώργιος ο Β’. Ο τελευταίος, έχοντας την υποστήριξη των βασιλικών αξιωματικών, διαλύει την εθνοσυνέλευση και προκηρύσσει εκλογές για την 26η Ιανουαρίου 1936. Στη νέα Βουλή οι βενιζελικοί έχουν μία έδρα παραπάνω από τους αντιπάλους τους και κανείς δεν μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Στις 27 Απριλίου 1936, τα μεγάλα κόμματα αδυνατούν να συνεννοηθούν και να σχηματίσουν κυβέρνηση (το ΚΚΕ αρνείται ψήφο εμπιστοσύνης στους βενιζελικούς) και εν τέλει δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης (240 ψήφοι υπέρ επί συνόλου 260 βουλευτών) στον Ιωάννη Μεταξά, που είχε πάρει μόλις το 4% στις εκλογές. Ο τρόπος ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, αντιγράφεται και από το πολιτικό προσωπικό της Χώρας.

Στις 4 Αυγούστου 1936, ο Μεταξάς, με την προσυπογραφή των περισσότερων υπουργών του και σε συμφωνία με το βασιλιά Γεώργιο Β’ και με την πρόφαση του “κομμουνιστικού κινδύνου”, “ενός κινδύνου” που θα διατρέχει πλέον τη Χώρα μέχρι και το 1974, αναστέλλει την ισχύ βασικών συνταγματικών διατάξεων και διαλύει τη Βουλή. Η δικτατορία έχει επικρατήσει.

Σ’ αυτό το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, κάνουν την εμφάνισή τους (1925) νέες πολυεθνικές επιχειρήσεις, που αναλαμβάνουν βασικές υποδομές της Χώρας: η ΟΥΛΕΝ κατασκευάζει τη λίμνη του Μαραθώνα και αναλαμβάνει την ύδρευση και αποχέτευση της πρωτεύουσας· η βρετανική ΠΑΟΥΕΡ την ηλεκτροδότηση, τα τρόλεϊ και τα τραμ· η γερμανική SIEMENS τις τηλεπικοινωνίες. Και ενώ αναδύονται νέες ευκαιρίες για την περαιτέρω εκβιομηχάνιση της χώρας, σε εθνική βάση, σκόπιμα ματαιώνεται. Η έλευση ενός εκατομμυρίου τριακοσίων χιλιάδων προσφύγων, παρουσιάζει μια μοναδική ευκαιρία: οι Έλληνες πρόσφυγες της Μ. Ασίας, συνθέτουν κυρίως έναν αστικό και ημιαστικό πληθυσμό, από εμπόρους, μικροεπιχειρηματίες, τεχνίτες, εξειδικευμένο εργατικό προσωπικό, που πάντοτε έλειπε από τη Χώρα. Έχουν “κοσμοπολίτικο αέρα”, ανώτερο μορφωτικό επίπεδο και αρκετοί απ’ αυτούς είναι πολύγλωσσοι. Βεβαίως, υπάρχουν και αγρότες.

Για την περίθαλψη και αποκατάσταση των προσφύγων, η ελληνική κυβέρνηση ζητά τη βοήθεια της Κοινωνίας των Εθνών. Με πρωτοβουλία της ΚτΕ το Σεπτέμβριο του 1923 ιδρύεται με έδρα στην Αθήνα και πλήρη αυτόνομη νομική υπόσταση, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ). Με τη σειρά της η ελληνική κυβέρνηση διαθέτει στην ΕΑΠ: 1) τις ιδιοκτησίες Τούρκων και βουλγάρων που αποχώρησαν από την Ελλάδα (ανταλλάξιμοι σύμφωνα με τη Σύμβαση της Λοζάνης), κτήματα του δημοσίου, κτήματα που απαλλοτριώθηκαν με την αγροτική μεταρρύθμιση (1917) και μοναστηριακή γη, σύνολο 800.000 στρέμματα, 2) το ποσό από δύο δάνεια που είχε συνάψει με ξένους δανειστές (1924 και 1928), 3) οικόπεδα μέσα ή γύρω από τις πόλεις για την ανέγερση αστικών συνοικισμών, 4) το τεχνικό και διοικητικό προσωπικό των Υπουργείων α) Γεωργίας και β) Πρόνοιας και Αντιλήψεως. Από τη μεριά της η ΕΑΠ, για την αποκατάσταση των προσφύγων, υιοθετεί δυο βασικές επιλογές: 1) ενόψει των ανεκμετάλλευτων μουσουλμανικών κτημάτων σε Μακεδονία, Θράκη, Λέσβο, Κρήτη κλπ, η αγροτική αποκατάσταση είναι ταχύτερη και απαιτεί μικρότερες δαπάνες. 2) πρέπει να αποφευχθεί η δημιουργία εργατικού προλεταριάτου, με περαιτέρω σκοπό την αποφυγή κοινωνικών αναταραχών, οπότε το βάρος πρέπει να δοθεί στη δημιουργία μικροϊδιοκτητών γεωργών. Κατά συνέπεια, αν και με την έλευση 1,3 εκατομμυρίου προσφύγων θα μπορούσε η χώρα, διαθέτοντας πλέον το εργατικό δυναμικό που της έλειπε από το 19ο αιώνα, να περάσει τάχιστα στην περαιτέρω εκβιομηχάνισή της, εν τούτοις, μέσω των επιλογών της “ανεξάρτητης” ΕΑΠ της ΚτΕ, καθηλώνεται περαιτέρω στην αγροτική παραγωγή. Μάλιστα, υπό την παραδοχή, ότι τυχόν δημιουργία μεγάλου εργατικού προλεταριάτου στη Χώρα, θα δημιουργούσε κοινωνικές αναταραχές ! Και βέβαια, “κοινωνικές αναταραχές”, διατρέχουν όλη την Ευρώπη, όλο τον 19ο αιώνα και ήδη και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, πλην όμως, οι χώρες δεν παρέμειναν αγροτικές για να μην έχουν “κοινωνικές αναταραχές”. Γιατί, λοιπόν, τέτοια “αγωνία” για την κοινωνική ειρήνη στη Χώρα; Παρ’ όλα αυτά, κλάδοι όπως αυτοί της κλωστοϋφαντουργίας, αλευροβιομηχανίας, ταπητουργίας, οικοδομικών υλικών, εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου, γνώρισαν ανάπτυξη χάρη της συμβολής σ’ αυτούς, μικρασιατών κεφαλαιούχων τεχνιτών και εργατών.

Το “οικονομικό πάζλ” της περιόδου, ολοκληρώνεται με τη χρηματιστηριακή κρίση του 1929 και την οικονομική ύφεση που εκδηλώνεται σε όλο τον Κόσμο. Το οικονομικό περιβάλλον για την Ελλάδα, καθίσταται περαιτέρω αρνητικό. Ενώ, ήδη οι σύμμαχοι κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Μ. Ασία έχουν αποσύρει τις εγγυήσεις τους σε συνάλλαγμα με σκοπό να αποτύχει η προσπάθεια της Χώρας (απόφαση που οι ίδιοι προκάλεσαν), ενώ ήδη η Χώρα παλεύει να διαχειριστεί τα αποτελέσματα μιας καταστροφής, μειώνονται και οι εξαγωγές δραστικά και η έλλειψη συναλλάγματος, για ακόμη μια φορά, δεν επιτρέπει την εξυπηρέτηση των ξένων δανείων. Λόγω της ύφεσης, μειώνεται και το μεταναστευτικό αλλά και το ναυτιλιακό συνάλλαγμα. Ο Βενιζέλος, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει νέο δάνειο ώστε να στηριχτεί νομισματικά και δημοσιονομικά η Χώρα, μεταβαίνει στο Λονδίνο, διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο, προκειμένου να διαπραγματευθεί δάνειο 50 εκατομμυρίων χρυσών φράγκων. Η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών που συνεδριάζει, κατόπιν αιτήματος της χώρας, ανακοινώνει: “Η Ελλάδα δεν έκανε καμία θυσία αλλά αντίθετα θέλει να μεταβιβάσει τα προβλήματα της στους πιστωτές της δανειζόμενη πέραν των αντοχών της οικονομίας της”. Στις 21 Απριλίου 1932, υπουργός οικονομικών αναλαμβάνει ο υποδιοικητής της νεοσύστατης (1927) Τράπεζας της Ελλάδος Κυριάκος Βαρβαρέσος, ο οποίος κηρύσσει “πτώχευση” και αναστολή πληρωμών, η χώρα εγκαταλείπει τον κανόνα του χρυσού και αφήνει τη δραχμή να διακυμαίνεται ελεύθερα. Οι διαπραγματεύσεις που ακολουθούν, δεν οδηγούν σε συμφωνία.

Η δικτατορία του Μεταξά, αναλαμβάνει να λύσει “το πρόβλημα”: ερχόμενος σε συνεννόηση με τους ομολογιούχους, για τους οποίους εν τω μεταξύ πίεζε ασφυκτικά, τόσο η αγγλική κυβέρνηση όσο και ο Γεώργιος ο Β’, ο Μεταξάς συμφωνεί στις 20 Αυγούστου του 1936 (μόλις 16 ημέρες από τη δικτατορία που επέβαλλε) να καταβάλλει το 40% του χρέους, όταν οι απαιτήσεις των ομολογιούχων είχαν ήδη κατέβει στο 50%. Διαμηνύει δε προς αυτούς, δια μέσου του πρέσβη της Ελλάδας στο Λονδίνο: “αν δε, υποθέσουμε το αδύνατο, δηλαδή να έλθει άλλη κυβέρνηση, τότε ακόμα χειρότερα. Δεν θα τους δώσουν όχι 50% αλλά ούτε πεντάρα.” Αναδύεται έτσι, ένας ακόμη λόγος, που Μεταξάς και Γεώργιος Β’, δεν συνάντησαν αντιδράσεις “από το διεθνή παράγοντα”: τα ξένα δάνεια, εξυπηρετούνται καλύτερα από τις δικτατορίες.

1940 – 1974

Η απόφαση του Ελληνικού Λαού να υπερασπιστεί την Πατρίδα του και τα δίκαιά της, ποτέ δεν εξαρτήθηκε από το ποιος βασιλεύει, πρωθυπουργεύει ή ασκεί δικτατορία. Βασιλιάδες, πρωθυπουργοί, πρόεδροι της δημοκρατίας ή δικτάτορες, ουδέποτε ταυτίστηκαν στο συλλογικό υποσυνείδητο με την Ελλάδα. Ήρθαν, πέρασαν, θα έρθουν κι’ άλλοι, άλλους τους επέλεξε, άλλοι του επιβλήθηκαν, άλλοι τον εξαπάτησαν, άλλους τους ανέχτηκε. Η Ελλάδα, όμως, ανήκει στους Έλληνες· μπορεί, κατά καιρούς, να τη διαφεντεύουν άλλοι, αλλά ΔΕΝ τους ανήκει.  Έτσι, και σ’ αυτήν την περίπτωση, όταν ο φασιστικός άξονας αποφάσισε να επιτεθεί στη χώρα για να την καθυποτάξει, ο ελληνικός λαός, για μια ακόμη φορά, έκανε το χρέος του. Και μάλιστα, σε μια στιγμή που όλες οι κραταιές χώρες της Ευρώπης έχουν νικηθεί και ταπεινωθεί, όχι μόνο αμύνθηκε, αλλά και νίκησε. Έδωσε κουράγιο και Ελπίδα και διατράνωσε στα πέρατα της οικουμένης ότι, η Ελευθερία, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, δεν έχει τίμημα για να ανταλλαχθεί. Και αυτό, το διατήρησε συνεχώς ζωντανό, σε όλη τη διάρκεια της τριπλής κατοχής, με την Εθνική του Αντίσταση.

Μετά την οδυνηρή εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και ενώ η Χώρα βγαίνει απ’ αυτόν κυριολεκτικά διαλυμένη, έχοντας πληρώσει βαρύτατο ανθρώπινο τίμημα, με 1.200 περίπου χωριά καμένα από τους Γερμανούς και με τις βασικές της υποδομές καταστρεμμένες, μπαίνει στη δίνη του χειρότερου απ’ όλους τους πολέμους· του εμφυλίου. Ενός πολέμου, που μεθοδεύτηκε από τις “προστάτιδες δυνάμεις” της εποχής και τους ντόπιους τοποτηρητές τους και με μια και μοναδική στόχευση: “μη τυχόν και ο Λαός, πάρει τις τύχες του στα χέρια του”. Ο εμφύλιος, στη λήξη του, βρίσκει νικήτρια τη συντηρητική παράταξη, που μαζί με το στέμμα και τις ΗΠΑ, καινούργια προστάτιδα δύναμη, εγκαθιδρύουν ένα καθεστώς διώξεων και εκτοπισμών, εναντίον κάθε πολίτη “ύποπτου” για τα δημοκρατικά ή φιλοαριστερά φρονήματά του.

Και ακριβώς για να μην υπάρξει ο κίνδυνος ανατροπών, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις άλλες ρημαγμένες από το πόλεμο ευρωπαϊκές χώρες, που ήδη υπάρχει μια αναζωπύρωση των αριστερών και δημοκρατικών κινημάτων, οι ΗΠΑ, μέσα από το σχέδιο Μάρσαλ, δίνουν και στη Χώρα για την ανασυγκρότησή της, μια τεράστια για την εποχή οικονομική βοήθεια, ενώ με τη δωρεάν, στην αρχή, παροχή πλεονάζοντος και άχρηστου πια για αυτές στρατιωτικού υλικού, εξαγοράζουν και τη στρατιωκοπολιτική συμμαχία της χώρας με την είσοδό της στο ΝΑΤΟ (1952) και δημιουργούν έναν πρώτης τάξεως πελάτη τους για τα οπλικά τους συστήματα. Και έτσι όμως υπήρξε μια ακόμη ευκαιρία. Και παρά το ότι τα χρήματα κατασπαταλήθηκαν από τους “ημέτερους” και σε έργα που στοίχισαν πολλαπλάσια της αξίας τους, σε βαθμό τόσο εμφανή που προκάλεσαν την αντίδραση του αμερικανικού παράγοντα, είναι γεγονός ότι τη δεκαπενταετία 1950-1965 γίνανε σημαντικά έργα υποδομής (υδροηλεκτρικά φράγματα, σιδηρόδρομοι, δρόμοι, λιμάνια, αεροδρόμια), αναπτύχθηκε η βιομηχανία, ενώ το κράτος δημιούργησε δημόσιους φορείς στον έλεγχο των οποίων πέρασαν στρατηγικοί τομείς της κοινωνίας και της οικονομικής ανάπτυξής της, όπως η ηλεκτροδότηση, οι τηλεπικοινωνίες, οι συγκοινωνίες. Από την άλλη όμως, η ανεργία κυμαίνεται σταθερά πάνω από το 20%, η μετανάστευση προβάλλει ως η κεντρική λύση, ενώ η ύπαιθρος ερημώνει. Όσοι μένουν πίσω, σπεύδουν στην Αθήνα και στα υπόλοιπα αστικά κέντρα για να βρουν την οποιαδήποτε δουλειά, έστω παρασιτική, αρκεί να επιβιώσουν και να βρεθούν δίπλα στη λάμψη που προκαλεί η ροή του άφθονου ξένου χρήματος, μοχλός μιας καινούργιας ματαιόδοξης τάξης που ανατέλλει. Αρχίζει η “ανοικοδόμηση” της Αθήνας με το σύστημα “της αντιπαροχής”, μετατρέποντας την Πόλη, στην πιο άσκημη και εχθρική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Τα νεοκλασικά της γκρεμίζονται για να δώσουν άρον-άρον τη θέση τους σε απρόσωπες και άχρωμες πολυκατοικίες, ξένες με την αττική γη και το ανθρώπινο μέτρο της Πόλης, το οποίο και καταπνίγουν. Για πάνω από πέντε δεκαετίες η Χώρα βασίζεται σ’ αυτήν τη μονοδιάστατη εκδοχή-εμμονή ανάπτυξης, που διατήρησε και επέτεινε την περιχαράκωση του ιδιωτικού και την αδιαφορία για το δημόσιο χώρο και πράγματα.

Από την άλλη, οι διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια της νεολαίας για την υπεράσπιση των δικαίων της Κύπρου είναι συνεχή και αυξανόμενα. Τα λαϊκά αιτήματα ξανάρχονται στο προσκήνιο και η Αριστερά, με την ΕΔΑ, ανασυγκροτείται και στις εκλογές του 1958 ανακηρύσσεται σε αξιωματική αντιπολίτευση με ποσοστό 24,4% των ψήφων και 78 βουλευτές. Το μετεμφυλιακό παρακράτος “ανησυχεί” και βάζει σε λειτουργία το σχέδιο “Περικλής”, με στόχο να αναχαιτίσει την αυξανόμενη επιρροή της ΕΔΑ. Αντίστοιχα σχέδια εκείνη την εποχή, έχουν εκπονηθεί για όλες τις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, που έφθαναν και στην εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας. Τα μέλη, λοιπόν, οι οπαδοί ακόμη και οι βουλευτές της ΕΔΑ, υπόκεινται σε διώξεις και βιαιοπραγίες, από εμφανείς και αφανείς μηχανισμούς του κράτους, στελεχωμένους με χωροφύλακες, αστυνομικούς, στρατιωτικούς, αλλά και “πολίτες”, οι οποίες φθάνουν ακόμη και σε νεκρούς. Οι εκλογές του 1961, καταγράφονται στην ιστορία ως “εκλογές βίας και νοθείας”. Η σχεδιασμένη και συγκροτημένη επίθεση κατά της Αριστεράς, φτάνει μέχρι τη δολοφονία του βουλευτή της, Γρηγόρη Λαμπράκη, το Μάιο του 1963 στη Θεσσαλονίκη, από παρακρατικούς, για να “καταλήξουμε” στο περίφημο ερώτημα που διατύπωσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και έμεινε στην ιστορία: “ποιος κυβερνά αυτή τη Χώρα ; ”. Ο Καραμανλής, τέλη του 1963, θα αποχωρήσει από την πολιτική ζωή και τη χώρα, και θα παραδώσει την πολιτική αρχηγία της ΕΡΕ, στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, αν και Κεντρώος, ασκεί πολιτική “διμέτωπου αγώνα”. Κατά της Δεξιάς αλλά και κατά της Αριστεράς. Και ενώ συνεργάστηκε μαζί της στις εκλογές του 1956 με μοναδικό σκοπό την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, στη συνέχεια, μετά την νίκη του στις εκλογές του 1963 αλλά χωρίς να πετύχει αυτοδυναμία στη Βουλή, προτίμησε να παραιτηθεί και να προκηρύξει νέες εκλογές τον Φεβρουάριο του 1964, παρά να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας με την ΕΔΑ.

Η Ένωση Κέντρου με τον Γεώργιο Παπανδρέου κερδίζει τις εκλογές με ποσοστό 52,72% και καταλαμβάνει 171 έδρες στη Βουλή. Για άλλη μια φορά, όμως, η παρέμβαση του παλατιού στα πολιτικά πράγματα, είναι καταλυτική. Ο νεαρός βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Β’, αρνείται στον Γ. Παπανδρέου να διορίσει πρόσωπο της επιλογής του στο Υπουργείο Εθνικής Αμύνης αλλά και αντικαταστήσει τον αρχηγό του ΓΕΣ, ακόμη και όταν ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου προτείνει για τη θέση του υπουργού τον εαυτό του. Προτού προλάβει ο πρωθυπουργός να υποβάλλει εγγράφως την παραίτησή του, ο βασιλιάς έχει διορίσει την πρώτη κυβέρνηση αποστατών, από το ίδιο το κόμμα της Ένωσης Κέντρου. Θα ακολουθήσει πολιτική αστάθεια και κυβερνήσεις που στηρίζονται τόσο από την ΕΡΕ όσο και από αποστάτες της Ένωσης Κέντρου.

Έτσι, λοιπόν, πορεύεται η Χώρα μέχρι τη δικτατορία του 1967, όταν μια ομάδα ανώτερων αξιωματικών, γαλουχημένη μέσα σ’ ένα κλίμα που ανεχόταν οριακά τη συνταγματική νομιμότητα, εμποτισμένη με τα ίδια στρεβλά ιδεώδη του πολιτικού κόσμου που πρόκρινε την απατηλή διάσταση δυο υποκειμένων με διαφορετικά τάχα συμφέροντα, Λαού και Έθνους, εμβολιασμένη με την ατιμωρησία[3], στην υπηρεσία, εν “αγνοία” της κάποιες φορές, του διεθνούς πολιτικοοικονομικού status της εποχής και υπό την απειλή, πάλι, του “κομμουνιστικού κινδύνου”, εγκαθιδρύει στρατιωτική δικτατορία. Δίπλα στις παλιές, μια καινούργια οικονομική τάξη αναδύεται που συνεργάζεται και δανειοδοτείται από το καθεστώς, μέσα σ’ ένα τοπίο που επικρατεί ο φόβος, οι διώξεις, οι εξορίες, αλλά και ο ατομισμός, σημάδι κόπωσης, όταν ο Λαός αποκαρδιώνεται.

1974 – 2010

Η χούντα, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, μέσα από τις εσωτερικές της τριβές και υπό το βάρος της προδοσίας της Κύπρου, καταρρέει και παραδίδει την εξουσία στον παλιό πολιτικό κόσμο. Η μεταπολίτευση είναι ομαλή. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής της περιόδου 1974-1977, αποσύρει τη Χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, ενεργεί Δημοψήφισμα (08.12.1974) με το οποίο ο Λαός επιλέγει με ποσοστό 69,2% ως Πολίτευμα την αβασίλευτη Δημοκρατία, η Χώρα αποκτά Δημοκρατικό Σύνταγμα ενώ, “κατηγορείται” και ως “σοσιαλίζων”. Προβαίνει σε εκτεταμένες κρατικοποιήσεις νευραλγικών οικονομικών υποδομών, όπως τράπεζες, ναυπηγεία, βιομηχανίες και συγκοινωνίες.

Ο ριζοσπαστισμός του λαού επιτείνεται και φέρνει, το 1981, στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ από τις αρχές του ίδιου έτους η Χώρα έχει καταστεί μέλος της ΕΟΚ, που μετεξελίσσεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για πρώτη φορά ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα επιτυγχάνει απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Οι υποσχέσεις, όμως, είναι πολλές, και η άλλη μισή Ελλάδα που είναι παραγκωνισμένη και κατατρεγμένη για πάνω από 60 χρόνια, δεν μπορεί να περιμένει. Για να ικανοποιηθούν τα αιτήματα, αντί άλλων, αρχίζει η διόγκωση του δημόσιου τομέα, αφού, γι’ άλλη μια φορά, ούτε ο κλασικός παραγωγικός τομέας αναπτύσσεται με πρωτοβουλίες ή συμμετοχή του κράτους, αυτός δηλαδή που παράγει πραγματικό πλούτο και θέσεις εργασίας όπως οι βιομηχανίες, οι βιοτεχνίες, το εμπόριο, οι “πραγματικές και αναγκαίες υπηρεσίες” για την κοινωνία. Η οικονομική ελίτ, μουδιασμένη στην αρχή και περιμένοντας να δει “που το πάει” το ΠΑΣΟΚ, όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν πρόκειται να θιγούν τα κεκτημένα της, εφησυχάζει και περιορίζεται στον “παραδοσιακό της ρόλο”: δουλειές με πελάτη το κράτος αλλά και με λεφτά του κράτους. Από τη μια, λοιπόν, φυσάει ένας πρωτόγνωρος αέρας αισιοδοξίας, τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα αποκτούν μια διάσταση που ο τόπος ουδέποτε είχε ξαναδεί, από την άλλη, τα στεγανά των εξουσιών πετάνε την παλιά τους φορεσιά, φτιασιδώνονται, χτυπάνε φιλικά στην πλάτη την “Αλλαγή”, που κολακεύεται από την υποδοχή και στρογγυλοκάθεται στα σαλόνια τους. Έτσι, ποτέ δεν αποδυναμώθηκε η ισχύς της καθεστηκυίας τάξης· μορφή άλλαξε. Και παρά τις κάποιες εξαιρέσεις, τελικά, δε δημιουργήθηκαν Θεσμοί για να προστατεύσουν το σκληρό πυρήνα της κυριαρχίας του λαού: τη δυνατότητα στην απόφαση και στην υλοποίησή της με συνευθύνη του· γιατί αυτό είναι Δημοκρατία.

Η Χώρα περιορίζεται σ’ ένα μεταπρατικό ρόλο διαχείρισης των “ψίχουλων” που ρίχνει από το τραπέζι τού διεθνούς καταμερισμού εργασίας ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός. Η αστική τάξη της Ελλάδας, με εξαιρέσεις, ουδέποτε έπαιξε πατριωτικό ρόλο· ουδέποτε υπήρξε “εθνική”. Ακόμη και όταν επένδυε σε τομείς που παράγουν πραγματικό πλούτο, όπως η βιομηχανία ή η ναυτιλία, το έκανε είτε “με λεφτά του κράτους”, είτε με “πελάτη το κράτος”, είτε και με τα δύο μαζί, ενώ ανάλωνε τα κέρδη της ολοκληρωτικά για προσωπική της ευχαρίστηση και ξανάρχιζε την αναπαραγωγή με δανεικά από τις τράπεζες. Όταν δε, ανακάλυψε και το τζόγο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αδαής και νεοφώτιστη όπως ήταν, απώλεσε την όποια ισχύ της είχε απομείνει. Μυωπική και επικίνδυνη, ακόμη και για τον εαυτό της.

Ο αγροτικός τομέας, μετά το 1981, αφού “αποκοιμήθηκε”, αποσαρθρώθηκε έντεχνα από τα ευρωπαϊκά προστάγματα που ήθελαν μια χώρα ανήμπορη να εκμεταλλευτεί “κάθετα” την πρωτογενή παραγωγή της αλλά μόνο να την ξεπουλά ευκαιριακά, παρήκμασε και έγινε επαίτης των επιδοτήσεων, με αντάλλαγμα τον έλεγχό του. Όποιος συνεχίζει να υποστηρίζει ότι “ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Χώρας”, κάνει εσκεμμένα τον αφελή.

Έτσι, τα δύο μεγάλα κόμματα που κυριάρχησαν πολιτικά από τη μεταπολίτευση του 1974 μέχρι και το 2015, παρά τις αρχικές διαφοροποιήσεις τους ως δύο ορατοί αντίθετοι πόλοι, κατέληξαν εν τέλει να κάνουν την ίδια δουλειά, εναλλασσόμενα στην εξουσία για 40 χρόνια. Αυτό εξάλλου ήταν το “σχέδιο” ήδη από τη δεκαετία του 1950, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλο το Δυτικό Κόσμο. Δυο ισχυρά κόμματα, ένα κεντροδεξιό και ένα κεντροαριστερό, που μέσα από την εναλλαγή τους, θα κρατούν εγκλωβισμένο τον κόσμο μακριά από ριζοσπαστικές, δημοκρατικές και πραγματικά ωφέλιμες επιλογές για τον ίδιο. Ο λαός ακουμπά στο μεσσιανικό αρχηγισμό των κομμάτων, και όχι στην εγκαθίδρυση Θεσμών που θα λειτουργούν και μετά τα πρόσωπα, που για διάφορους συγκυριακούς ιστορικούς λόγους προβάλλονται κάθε φορά ως ηγέτες. Με ελάχιστες διαφοροποιήσεις, οι ίδιες θέσεις και απόψεις προκρίνονται εναλλάξ από τους ίδιους υποστηρικτές, ανάλογα με το αν βρίσκονται στη συμπολίτευση ή στην αντιπολίτευση. Οι ίδιες υποσχέσεις που ποτέ δεν εκπληρώνονται όταν έρθουν στην εξουσία. Μια διαρκής πολιτική εξαπάτηση, για την οποία ποτέ κανείς δε λογοδοτεί, ποτέ δεν τιμωρείται, αφού εσκεμμένα δεν υπάρχει αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο. Βουλευτικές και υπουργικές ασυλίες που φτάνουν στην ατιμωρησία ακόμη και όταν αδρανοποιούν το εγκαθιδρυμένο συνταγματικά δημοκρατικό πολίτευμα. Αποφάσεις πρωθυπουργών που ανακαθορίζουν τις λειτουργίες των υπουργών της Κυβέρνησης, αλλά που εν τούτοις δεν ελέγχονται για τη συνταγματικότητά τους. Υποσχέσεις για οικονομική ανάπτυξη, που ποτέ δεν νοηματοδοτείται συγκεκριμένα και στοχευμένα το περιεχόμενό της, έτσι ώστε άλλοτε να θεωρείται ως τέτοια η αθρόα συμμετοχή σε χρηματιστηριακές συναλλαγές υπό την εποπτεία και ευλογία των ΜΜΕ, άλλοτε η αύξηση της ζήτησης ακινήτων λόγω υπέρμετρου τραπεζικού δανεισμού πλεονάζοντος αλλά εν τούτοις “απόντος” χρήματος, και άλλοτε η απόκτηση αυτοκινήτων με την πριμοδότηση από το κράτος της απόσυρσης των παλαιών.

Στις εκλογές του 2004, το αλαζονικό και αποκομμένο από τη λαϊκή του βάση ΠΑΣΟΚ, ταυτισμένο πια με τα συμφέροντα των επιχειρηματιών και των εργολάβων και μετά από 11 συνεχή χρόνια στην εξουσία, χάνει. Επανέρχεται η ΝΔ με πρόεδρό της τον Κώστα Καραμανλή, ανιψιό του Κωνσταντίνου Καραμανλή ιδρυτή της ΝΔ, με συνθηματολογία σχετική με σκάνδαλα που διέπραξαν οι προηγούμενοι “κακοί διαχειριστές”, καταλογίζοντάς τους ευθύνες γιατί ο κόσμος έχασε τα λεφτά του στο χρηματιστήριο, με “αριστερή φρασεολογία”, υποσχέσεις παροχών, με εξαγγελίες περί ενός καινούργιου ήθους και ύφους που θα επικρατήσει στα πολιτικά πράγματα, και με τελικό σύνθημα “την επανίδρυση του κράτους”. Μόλις αναλαμβάνει την εξουσία, φροντίζει να κάνει καινούργια απογραφή των δημοσιονομικών της χώρας, σύμφωνα με την οποία το έλλειμμα άγγιζε το 6,5% αντί του 1,2% που υποστήριζε η προηγούμενη κυβέρνηση, οπότε και περιττεύει η διευκρίνιση: οι παροχές θα αργήσουν.

Τις εκλογές του 2007 τις κερδίζει πάλι η ΝΔ, πιθανόν γιατί το ΠΑΣΟΚ “δεν έπεισε ότι έχει καταλάβει τα λάθη του παρελθόντος του” και όχι γιατί η ΝΔ παρουσίασε κάποιο έργο. Το 2008 κάνει την εμφάνισή της η γνωστή παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Με αφορμή αυτήν, η οποία αρχίζει να επιδρά, κυρίως, σε ψυχολογικό επίπεδο στην ελληνική οικονομία, αλλά και τη θέση του ΠΑΣΟΚ “ότι δεν θα στηρίξει την πρόταση της ΝΔ που αφορά την επανεκλογή του Καρόλου Παπούλια ως Προέδρου της Δημοκρατίας τον Μάρτιο του 2010” (που τελικά στήριξε), η ΝΔ ανακοινώνει ότι η ελληνική οικονομία, προκειμένου να επιβιώσει στο διαμορφούμενο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, έχει ανάγκη από βαθιές αλλαγές. Οι αλλαγές αυτές θα είναι επώδυνες για το λαό, γι’ αυτό χρειάζεται νωπή λαϊκή εντολή. Ανακαλύπτει δηλαδή ξαφνικά ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο “ρόδινα” όσο τα παρουσίαζε έως τότε (πτώση ανεργίας, αύξηση ρυθμού ανάπτυξης, ασφαλές και πρόσφορο επενδυτικό περιβάλλον, καλυτέρευση των δημοσιονομικών, μείωση του ελλείμματος, σταθεροποίηση του βιοτικού επιπέδου, καλυτέρευση των δημόσιων λειτουργιών, νοσοκομείων κλπ). Εν τω μεταξύ, έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους και βρίσκονται σε εξέλιξη, οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα (Βατοπέδιο, SIEMENS) που καταλογίζονται σε κορυφαία στελέχη της, ενώ η αλαζονική συμπεριφορά κάποιων εξ’ αυτών έχει αρχίσει να προκαλεί από καιρό.

Υπό αυτές τις συνθήκες προκηρύσσονται εκλογές για την 4η Οκτωβρίου 2009, με προφανή συναρμοζόμενο σκοπό, είτε η ΝΔ να παραδώσει την εξουσία στο ΠΑΣΟΚ, είτε, αν κερδίσει, να έχει λυμένα τα χέρια της. Το ΠΑΣΟΚ, με υποσχέσεις για κοινωνικές παροχές, αναμόρφωση του πολιτικού ήθους, αξιοκρατία, ανάπτυξη των πράσινων μορφών ενέργειας, ορθολογική διαχείριση των δημοσιονομικών, μείωση του σπάταλου κράτους, και υπό το τελικό σύνθημα “λεφτά υπάρχουν” αλλά η κυβέρνηση αδυνατεί να τα διαχειριστεί σωστά, κερδίζει τις εκλογές με διαφορά δέκα ποσοστιαίων μονάδων από την ΝΔ. Ακολουθεί μικρή περίοδος συγκρατημένης αισιοδοξίας και αναμονής. Μιας σημειολογικής συμπεριφοράς προς την κατεύθυνση της μείωσης κάποιων εμφανώς περιττών εξόδων του δημόσιου τομέα. Προοδευτικά όμως ανακαλύπτει (;) και ανακοινώνει, και αυτό με τη σειρά του, την “πραγματική κατάσταση”. Το δημόσιο έλλειμμα κατά την καινούργια απογραφή -που επιστρέφει έτσι τα ίσα στη ΝΔ-, είναι πάνω από 11,5%. Τα ετήσια δηλαδή έξοδα της Χώρας, είναι μεγαλύτερα των εσόδων της κατά ποσοστό 11,5% αυτών. Σε απόλυτο αριθμό, περίπου 30-35 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι δημόσιες δαπάνες και λειτουργίες, είναι υπέρογκες και υπερτιμημένες. Ο δημόσιος τομέας, έχει διογκωθεί. Τα κονδύλια από την ΕΕ δεν απορροφούνται. Οι ελεγκτικοί και εισπρακτικοί μηχανισμοί του κράτους δε λειτουργούν. Τα ασφαλιστικά ταμεία χρωστούν υπέρογκα ποσά σε προμηθευτές και νοσοκομεία ενώ οι ανείσπρακτες εισφορές της εργοδοσίας προς αυτά ανέρχονται επίσης σε μεγάλα ποσά. Το “κλίμα”, τόσο υπό την πίεση της διεθνούς κρίσης όσο και των καινούργιων ανακοινώσεων, επιδεινώνεται.

Το κρίσιμο, είναι ότι η Χώρα αδυνατεί να ανταποκριθεί σε βραχυπρόθεσμες διεθνείς υποχρεώσεις της. Αδυνατεί (;) να εξοφλήσει τα ομόλογά της που λήγουν τους επόμενους μήνες στις διεθνείς αγορές. Και βέβαια, αναδύεται έτσι ένα νέο και μοναδικό “παράδοξο”: ακόμα και το σύνολο των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Χώρας να πρέπει να εξοφληθεί σε συνάλλαγμα (δολάρια ή ευρώ η οποιοδήποτε άλλο νόμισμα που χρησιμοποιείται ως συναλλαγματικό μέσο), η Χώρα, για πρώτη φορά από τη σύστασή της, το διαθέτει. Είναι μέλος της ΕΕ και της ευρωζώνης και ως εθνικό της νόμισμα έχει υιοθετήσει το ευρώ, νόμισμα που χρησιμοποιούν 19 χώρες της Ευρώπης, το οποίο όμως συγχρόνως έχει εγκαθιδρυθεί, και αυτό, ως παγκόσμιο συναλλαγματικό μέσο/απόθεμα. Από τη μια, λοιπόν, οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες παρέχουν τη δυνατότητα στην Τράπεζα της Ελλάδος να δημιουργήσει πιστώσεις σε ευρώ και να εξοφληθούν τα ομόλογα της Χώρας, από την άλλη, η οποιαδήποτε μορφή “εσωτερικού δανεισμού”, θα αποφέρει ευρώ. Με μια κουβέντα, η Χώρα δεν χρειάζεται να καταφύγει σε ξένο δανεισμό, εκτός αν την υποχρεώσουν σε τέτοιο, με τη “βοήθεια” του πολιτικού της προσωπικού.

Αφού λοιπόν οι ευρωπαίοι εταίροι μας, παλιές και “νέες προστάτιδες δυνάμεις”, ήδη από το 2008/2009, διέθεσαν πακτωλό χρημάτων “από το τίποτα” και “κουβεντιαστές εγγυήσεις” για να διασώσουν τις δικές τους επιχειρήσεις και τράπεζες, έρχεται η ώρα της Ελλάδας. Κώστας Καραμανλής και Γιώργος Παπανδρέου, έχουν ήδη υπονομεύσει την διεθνή ισχύ της Χώρας, με άνευρες και σπασμωδικές κινήσεις, φλύαρες και ατιμωτικές δηλώσεις για τη Χώρα και το Λαό της. Οι λύσεις[4] που ακολούθησαν “οι σύμμαχοί μας”, αφορούν το δικό τους καπιταλισμό, αυτόν που κερδίζει, 200 χρόνια τώρα, σε βάρος της Πατρίδας μας. Για την Ελλάδα, απαιτείται νέα “Γερμανική Ειρήνη”. Τι εξυπηρετεί; Πολλά: βγαίνουν από το κάδρο οι λοιπές χώρες της ευρωζώνης και μπαίνει η Χώρα, με τη διαχρονική αιτιολογία: οι Έλληνες, “ξοδεύουν περισσότερα απ’ όσα “βγάζουν”, πρέπει να μπει τάξη στα οικονομικά τους, αν θέλουν δανεικά. Συγχρόνως, αποκαθίσταται το περιεχόμενο της “πίστης στο χρήμα”: το χρήμα δεν το “κόβεις”· το δανείζεται με σκληρούς όρους από αυτούς που το έχουν (ή εμφανίζονται έτσι), γιατί, αν δεν το κάνεις, τι θα το κάνουν αυτοί που το έχουν αποθησαυρίσει. Τέλος, πρέπει να μη ζημιωθούν οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες, που έχουν δανείσει τις ελληνικές, που έχουν δανείσει τους Έλληνες, για να αγοράζουν τα γερμανικά και γαλλικά προϊόντα. Πώς γίνεται αυτό; Το κράτος να αναλάβει απευθείας την αποπληρωμή τους, μέσω νέου εξωτερικού δανεισμού του και επιτήρησής του, συγχρόνως να σβήσουν οι τράπεζες τις απαιτήσεις τους προς το κράτος, να γίνουν κουφάρια, για να τις αγοράσουν “οι δικοί μας” τσάμπα, όπως και έγινε.

2010 – 2015

Ψηφίζεται ο Ν.3845/06.05.2010 ο οποίος εμπεριέχει Σχέδιο Μνημονίου ήτοι, ένα non paper, που για να γίνει Διεθνής Σύμβαση και να δεσμεύει τη Χώρα κατά τη Συνταγματική της Τάξη και το Διεθνές Δίκαιο, θα πρέπει, πρώτα να υπογραφεί από τη χώρα και τις αντισυμβαλλόμενες σε αυτό και με αυτό πλευρές και μετά να έρθει στη Βουλή για κύρωση ή απόρριψη, ως έχει. Με αντίστοιχη εξουσιοδότηση του νόμου, ο τότε υπουργός των οικονομικών υπογράφει με τη λεγόμενη Τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ΔΝΤ) την από 08.05.2010 δανειακή σύμβαση της Χώρας (και σύμβαση με το ΔΝΤ), που εκτός των άλλων διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και υπάγεται στην αρμοδιότητα ξένων δικαστηρίων. Με την ίδια εντολή, αφού υπογραφούν, εντέλλεται Μνημόνια και δανειακές Συμβάσεις να τα φέρει στη Βουλή για κύρωση ή απόρριψη. Με τον τροποποιητικό Ν.3847/11.05.2010, πέντε μόλις ημέρες μετά το νόμο Ν.3845/06.05.2010, η δικαιοδοσία προς τον υπουργό οικονομικών διευρύνεται ανεπίτρεπτα από συνταγματική έποψη: Μνημόνια και Δανειακές Συμβάσεις και όσες τροποποιήσεις τους αποφασίσουν στο μέλλον υπουργός οικονομικών και Τρόικα, ισχύουν και εκτελούνται μόνο από και με τις υπογραφές του υπουργού και των δανειστών και χωρίς να κυρωθούν από τη Βουλή· κατ’ αντίθετη δηλαδή πρόβλεψη του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος και ενώ, μια τέτοια εξουσιοδότηση, εκ νέου δε και η υλοποίησή της, στοιχειοθετούν πράξεις εσχάτης προδοσίας κατά τον ελληνικό ποινικό νόμο. Έτσι, εκτός των άλλων, η Βουλή, δεν γνωρίζει ούτε το περιεχόμενό τους. Και αυτό το περιεχόμενο, “δεσμεύει” την Πατρίδα και το Λαό της και “υποχρεώνει” τη Βουλή, να ψηφίσει μια σειρά από εφαρμοστικούς νόμους προς υλοποίηση των όρων του Μνημονίου και των Δανειακών Συμβάσεων (και όσων δεν υλοποιούνται απευθείας μέσω αυτών) ενώ, αν ψηφίσει νόμο αντίθετο σε σχέση με όρους του Μνημονίου ή των Δανειακών Συμβάσεων, θεωρούνται αυτοί ανίσχυροι και ανεφάρμοστοι, ως τάχα κατώτερης ιεραρχικής ισχύος.

Παρ’ όλα αυτά, τα νέα επαχθή μέτρα και ο “ψηφιακός” κατά μεγάλο μέρος δανεισμός ούτε αποδίδουν, ούτε είναι “αρκετά”. Χρειάζεται νέο Μνημόνιο και νέος δανεισμός. Οι ευρωπαίοι εταίροι μας, ενώ στην αρχή χρησιμοποίησαν την τεχνογνωσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), τώρα προχωρούν στη δημιουργία νέων Μηχανισμών, δικών τους, αλλά και με τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Ιδρύουν το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ ή EFSF), εν πολλοίς μια ανώνυμη εταιρεία με μετόχους τις τότε χώρες της ευρωζώνης και με 60 μόλις δις ευρώ εγγυημένο κεφάλαιο, προκειμένου να περάσουν σ’ αυτόν τα δάνεια της Ελλάδας και όσων άλλων χωρών της ευρωζώνης χρειαστεί. Με “απλά λόγια”, με την προσυπογραφή του ως εγγυητής στα Ομόλογα των χωρών που λαμβάνει, τα διαθέτει στη συνέχεια στις Χρηματαγορές, αντλεί τα αντίστοιχα κεφάλαια τα οποία και δίδει στη Χώρα, κρατώντας για λογαριασμό του μια προμήθεια. Αν πτωχεύσει ο EFSF, γιατί δεν μπορεί να αποπληρώσει στο κάτοχο Ομόλογο που εγγυήθηκε, το “πράγμα μένει εκεί”. Ευθύνεται όπως μια ανώνυμη εταιρεία: έως την περιουσία της. Κανείς ευρωπαίος φορολογούμενος δεν πρόκειται να πληρώσει. Ο πολιτικός αντίκτυπος (και αν θες να υπάρξει τέτοιος) είναι άλλο πράγμα. Ο EFSF είναι ο πρόδρομος του μετέπειτα Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (ΕΜΣ ή ESM), ο οποίος και τον αντικατέστησε με σχεδόν τους ίδιους όρους (με 80 δις εγγυημένο κεφάλαιο, χωρίς το ΔΝΤ και με περισσότερες χρηματοδοτικές αρμοδιότητες).

Η Χώρα εισέρχεται σε βαθύτερη οικονομική και κοινωνική περιδίνηση, ο λαός διαδηλώνει και σε κάποιες περιπτώσεις εξεγείρεται, ενώ το πολιτικό προσωπικό γνωρίζει ότι οι ενέργειές του είναι ανομιμοποίητες. Οι δηλώσεις του Πρωθυπουργού και προέδρου του ΠΑΣΟΚ Γιώργου Παπανδρέου, τέλη Οκτωβρίου 2011, με τις οποίες προαναγγέλλει τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την κύρωση ή μη της νέας συμφωνίας και της δανειακής σύμβασης από το λαό, σε μια απέλπιδα προσπάθεια, είτε να νομιμοποιήσει την επιφάνεια των επιλογών του και της Τρόικας, είτε να επιρρίψει συλλογικά την ευθύνη στο λαό για ό,τι τον απειλούσε να επακολουθήσει από τη μη υιοθέτηση αυτής της πολιτικής, πυροδοτούν διεθνείς και εγχώριες αντιδράσεις. Κλονίζουν την εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του, και αμφιβάλλουν για το αρραγές της κοινοβουλευτικής του πλειοψηφίας να περάσει τα μέτρα που θέλουν. Είναι “αναξιόπιστος” πια, αφού ενώ είχε ήδη συμφωνήσει στα νέα μέτρα, τώρα επιζητεί και τη νομιμοποίησή τους από το λαό μέσω δημοψηφίσματος προκειμένου να ισχύσουν, πράγμα που, σε περίπτωση απόρριψής τους, παρουσιάζεται σαν καταστροφική εξέλιξη, τόσο για την Ελλάδα που θα την οδηγήσει έξω από τη ζώνη του ευρώ, όσο όμως και για την ευρωζώνη που θα κλιμακώσει την κρίση της με περαιτέρω διεθνείς επιπτώσεις. Μια άλλη κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει το έργο, με ισχυρότερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και χωρίς τη μεσολάβηση εκλογών, που “δεν ξέρουμε τι μπορεί να βγάλουν”. Χρειάζεται, λοιπόν, η συναίνεση των δύο μεγάλων κομμάτων, χωρίς αντιπολιτευτικές κορώνες από τη ΝΔ. Οι καιροί, δεν επιτρέπουν αβρότητες. Αυτό είναι το σχέδιο και επιτυγχάνεται χωρίς παρέκκλιση.

Ενόψει λοιπόν αυτών των “διεθνών αντιδράσεων” και πιέσεων, που έφτασαν στο σημείο να υπαγορεύουν και το “πραγματικό” περιεχόμενο του δημοψηφίσματος (ναι ή όχι στο ευρώ), στη σύνοδο κορυφής στις Κάννες που ακολουθεί, ο πρωθυπουργός της Χώρας, δικαιολογείται για αυτά που τόλμησε να ξεστομίσει, και στη συνέχεια αναδιπλώνεται. Στις 04.11.2011, ζητά και λαμβάνει από τη Βουλή ψήφο εμπιστοσύνης, δηλώνοντας παράλληλα την πρόθεσή του να παραιτηθεί από το αξίωμα προκειμένου να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας. Στις συναντήσεις των αρχηγών που ακολουθούν, προκρίνεται και γίνεται αποδεκτό για την ανάληψη της πρωθυπουργίας το πρόσωπο του τραπεζιτικού-τεχνοκράτη Λουκά Παπαδήμου. Σ’ όλες τις εκτροπές, από γενέσεως νεοελληνικού Κράτους, οι εμφανείς πρωταγωνιστικοί ρόλοι δίδονται σε τραπεζίτες, αρχιεπίσκοπους, στρατιωτικούς και ανώτατους δικαστές. Στις 11.11.2011, ο Γιώργος Παπανδρέου παραιτείται από πρωθυπουργός της Χώρας και πρωθυπουργός, με τη στήριξη ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ, ορκίζεται ο Λουκάς Παπαδήμος. Το πρόσωπο είναι αρεστό από τις ξένες Κυβερνήσεις (κυρίως Γερμανίας, Γαλλίας, ΗΠΑ). Στις 15.11.2011, ο Λουκάς Παπαδήμος και η κυβέρνησή του, με 255 ψήφους υπέρ και 38 κατά, λαμβάνουν την εμπιστοσύνη της Βουλής. Στην κυβέρνηση, αρνούνται ψήφο εμπιστοσύνης η Αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜΑΡ και ΚΚΕ), ο βουλευτής της ΝΔ Π.Καμένος (που προχωρά στη δημιουργία νέου κόμματος),  και δύο βουλευτές του ΠΑΣΟΚ. Έργο της κυβέρνησης δια στόματος του νέου πρωθυπουργού, που θεωρείται μεταβατική, είναι η επίτευξη των στόχων που προβλέπουν οι συμφωνίες της συνόδου κορυφής των ηγετών της ευρωζώνης της 26ης Οκτωβρίου 2011 και η εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής που προκύπτει απ’ αυτές· στη συνέχεια, μετά την ολοκλήρωση των απαραίτητων διεργασιών, η διεξαγωγή εκλογών. Η “τάξη”, αποκαταστάθηκε. Ο Γιώργος Παπανδρέου, είτε θέλοντας να εκβιάσει τον ελληνικό λαό πιστεύοντας ότι μπορεί να του κλέψει τη συναίνεσή του, είτε γιατί πραγματικά δεν μπορούσε να σηκώσει το φορτίο μόνος του, έπεσε στην παγίδα που του έστησαν εσωκομματικοί του αντίπαλοι και Νέα Δημοκρατία, με την τελευταία να πετά στα γρήγορα την αντιμνημονιακή της μάσκα, αναδεικνύοντας το προφανές: η αντιπολίτευση ήταν προσχηματική και απατηλή· επρόκειτο, απλώς, για την ανακατάληψη της εξουσίας που ήλπιζε να πετύχει, μέσα από την επερχόμενη εκλογική συντριβή του ΠΑΣΟΚ.

Με το “αέρα” των 255 βουλευτών η νέα Κυβέρνηση φέρνει προς ψήφιση στη Βουλή Σχέδιο του νέου 2ου Μνημονίου, αλλά τώρα, και τα Σχέδια των χρηματοδοτικών συμβάσεων. Έτσι, στις 12 Φεβρουαρίου 2012, με 199 ψήφους υπέρ, 74 κατά και 5 παρών, εγκρίνονται από τη Βουλή τα Σχέδια των νέων Μνημονίων (ένα με τρία παραρτήματα) και τα Σχέδια των νέων δανειακών συμβάσεων. Η νέα εξαπάτηση, αντιγράφει την προηγούμενη. Η Βουλή, με το Ν.4046/2012, από τη μια κυρώνει σχέδια μνημονίων και σχέδια δανειακών συμβάσεων, από την άλλη δίδει εξουσιοδοτήσεις προς τον υπουργό οικονομικών και τον πρωθυπουργό να υπογράψουν τα πραγματικά μνημόνια, τις πραγματικές δανειακές συμβάσεις και τις ανά τρίμηνο τροποποιήσεις τους τα οποία έτσι, μνημόνια και δανειακές συμβάσεις, τίθενται αυτομάτως σε ισχύ μόνο με την υπογραφή τους, οπότε και τα φέρνουν στη Βουλή απλώς για ενημέρωση. Για την ελληνική συνταγματική τάξη, αυτό το “λογικό” και νομικό άλμα είναι ανεπίτρεπτο. Πρόκειται για την ίδια αντισυνταγματική πρακτική, για τις ίδιες παράνομες ενέργειες που χρησιμοποιήθηκαν για την εγκαθίδρυση  του 1ου Μνημονίου. Πρόκειται για την ίδια παράβαση που δόθηκε με τις εξουσιοδοτήσεις του πρώτου νόμου (και την τροποποίησή του) προς τον υπουργό να τροποποιεί ή και να υπογράφει διεθνείς συμβάσεις που θα ισχύουν για την εσωτερική έννομη τάξη μόνο με την υπογραφή του, “διατυπωμένη” με άλλο τρόπο. Η Βουλή, παραχώρησε εκ νέου αποκλειστική της αρμοδιότητα σε όργανα της κυβέρνησης. Διέπραξε εκ νέου το ίδιο έγκλημα. “Έχασε” πάλι με κοινό νόμο την αποκλειστική συνταγματική της αρμοδιότητα να κυρώνει ή να απορρίπτει τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις. Η δικαιική ισχύς μνημονίων και δανειακών συμβάσεων κατά την εσωτερική έννομη τάξη και στο μέτρο που δεν έχουν κυρωθεί από τη Βουλή, είναι μια πλάνη. Κατά το Διεθνές Δίκαιο είναι ακυρώσιμες, ενώ ούτε από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτονται, καθόσον πρόκειται για ένα παράλληλο συμβατικό δίκαιο, που οικειοθελώς προσχωρούν σ’ αυτό τα εκάστοτε συμβαλλόμενα μέρη.

Η κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου υλοποιεί στο ακέραιο τις δεσμεύσεις της και προκηρύσσει εκλογές για την 06η.05.2012. Δύο χρόνια, ακριβώς, μετά την εγκαθίδρυση του 1ου Μνημονίου. Τα αποτελέσματα καταποντίζουν τα δύο μεγάλα κυβερνητικά κόμματα, δίνοντας μια αποφασιστική απάντηση στο πολιτικό κατεστημένο, αλλά όχι και ένα μοιραίο “κτύπημα”. Το ΠΑΣΟΚ χάνει πάνω από το 70% της εκλογικής του δύναμης, ενώ η κεντροδεξιά κατακερματίζεται. Στο προσκήνιο, αναδύονται οι δυνάμεις της Αριστεράς. Οι επικυρίαρχοι της Ευρώπης, αφουγκράζονται τον αχό από την είσοδο του επισκέπτη στον αυλόγυρό τους. Η καρέκλα τους τρίζει. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία των δυο μεγάλων κομμάτων, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, δεν επαρκεί για το σχηματισμό Κυβέρνησης. Και ενώ αναφαίνεται μια ιστορική ευκαιρία, που κρύβει βέβαια παγίδες όπως όλα τα γυρίσματα της τύχης, η Αριστερά να πρωταγωνιστήσει και να σηκώσει το φορτίο της αλλαγής, εν τούτοις, στο σύνολό της, κρατά στάση αναμονής. Η ιστορία, όμως, δεν περιμένει. Σε σύρει στη δύνη της και καλείσαι να σταθείς όρθιος, αλλιώς τη γράφουν άλλοι.

Οι διερευνητικές εντολές αποβαίνουν άκαρπες. Έτσι, στις εκλογές που προκηρύσσονται για τη 17η Ιουνίου 2012, τα συντηρητικά κόμματα ανασυντάσσονται, ενώνονται, αγωνίζονται με κοινή συνθηματολογία· “παραδέχονται” ότι τα μνημόνια είναι ατελέσφορα και υπόσχονται να τα αλλάξουν, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση “τους κλείνει το μάτι” ενόψει του διαφαινόμενου κινδύνου από τη τυχόν άνοδο της Αριστεράς στην εξουσία· σπέρνουν τους ίδιους φόβους από την ακυβερνησία, επικαλούνται τις ίδιες χίμαιρες, και επικρατούν. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, επιτυγχάνουν, τώρα, την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που είχαν απολέσει στις προηγούμενες εκλογές. Από την άλλη, παρ’ ό,τι ο κύριος εκφραστής της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν κατάφερε να πείσει και εκείνο το κομμάτι του λαού που θα τον αναδείκνυε και σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, εν τούτοις το σύνολο των κομμάτων της Αριστεράς συγκεντρώνει το 40% περίπου του λαού που ψήφισε, με κορμό του το ΣΥΡΙΖΑ, που επιτυγχάνει, το πρωτοφανές για αριστερό κόμμα στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, ποσοστό του 27%.

Το ντόπιο πολιτικό κατεστημένο, όμως, πέτυχε την παλινόρθωσή του. Εκβίασε, εξαπάτησε, φόβισε, και τα κατάφερε. Λύθηκαν τα χέρια του με προοπτική τετραετίας. Έτσι, πέταξε στα γρήγορα στον κάλαθο των αχρήστων τις “αντιμνημονιακές” του εξαγγελίες, χρησιμοποίησε και τη ΔΗΜΑΡ ως άλλοθι για ένα διάστημα, και φανέρωσε το γνωστό πρόσωπό του, για άλλη μια φορά. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, σε αγαστή συνεργασία, κυβερνούν με πολυδαίδαλα και ασαφή νομοσχέδια σε εκτέλεση των μνημονιακών “υποχρεώσεων”· με ευκαιριακές αποσπασματικές τροποποιήσεις επί τροποποιήσεων· με ευρύτατες συνεχείς εξουσιοδοτήσεις προς την κυβέρνηση· κατά κανόνα με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου που, εκτός των άλλων, επεμβαίνουν “χειρουργικά” σε μόλις προ ημερών κυρωμένους νόμους από τη Βουλή, γελοιοποιώντας την. Η κύρωσή τους από τη Βουλή αργεί από τρεις έως πέντε μήνες, δημιουργώντας de facto ρυθμίσεις και διευκολύνσεις που δεν ανατρέπονται εκ των υστέρων, ενώ είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς εάν όλες αυτές οι Πράξεις κυρώνονται τελικά από τη Βουλή. Μια έκτακτη κυριολεκτικά αρμοδιότητα για την αντιμετώπιση απρόβλεπτης και επείγουσας ανάγκης, έχει μετατραπεί σε τακτική συμπεριφορά. Τα μνημόνια και οι δανειακές συμβάσεις συνεχίζουν να εφαρμόζονται de facto. Δίπλα σ’ αυτά, η αναβίωση ενός αυταρχικού αστυνομικού κράτους καταστολής και αδρανοποίησης ατομικών συνταγματικών δικαιωμάτων, που εκτείνεται από την αλόγιστη βία, τη συνεχή χρήση χημικών, μέχρι την απαγόρευση διαδηλώσεων και συγκεντρώσεων από αστυνομικούς διευθυντές, κατ’ εντολή βέβαια της κυβέρνησης. Οι απεργίες αντιμετωπίζονται με συνεχείς πολιτικές επιστρατεύσεις, επί τη βάσει ενός ασαφούς και αμφιβόλου συνταγματικότητας νομοθετικού πεδίου. Και όλα αυτά με τι σκοπό και αποτέλεσμα; Τη συνεχή εξαθλίωση του Λαού, την υλοποίηση των Μνημονιακών προσταγμάτων, που δεν έχουν τέλος. Μόλις γίνει ένα βήμα πίσω, οι ξένοι δανειστές μας υποδεικνύουν ακόμη ένα. Καμιά ελπίδα, καμιά προοπτική. Φτωχοποίηση της κοινωνίας και ξεπούλημα των πόρων της Χώρας. Και ενώ με τις ευρωεκλογές του Μαΐου του 2014, εμφανίζεται πάλι η ευκαιρία για ένα αποφασιστικό βήμα, εν τέλει ο βηματισμός καταλήγει σε προωθημένο “σημειωτόν”. Η ηγέτιδα δύναμη της Αριστεράς διατηρεί αλλά δεν αυξάνει την επιρροή της. Ο ΣΥΡΙΖΑ βγαίνει πρώτη πολιτική δύναμη με ποσοστό 27%. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ χάνουν την υπεροχή τους, αλλά πάλι η θρυαλλίδα δε σκάει. Το παλιό ψυχορραγεί, αλλά το νέο δε λέει να ανδρωθεί. Όλο το υπαίτιο πολιτικό προσωπικό πιασμένο μέσα στη φάκα από το 2010, και η πόρτα να μη λέει να κλείσει.

2015 – 2021

Μετά την αδυναμία της Βουλής να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προκηρύσσονται βουλευτικές εκλογές για την 25η Ιανουαρίου 2015. Το αποτέλεσμα δίνει την κοινοβουλευτική δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τους ΑΝΕΛ να σχηματίσουν κυβέρνηση. Το “πρώτη φορά Αριστερά” από σύνθημα γίνεται ιστορικό γεγονός. Ο λαός αρχίζει να χαμογελά. Αισιοδοξεί, ελπίζει και είναι έτοιμος να σταθεί δίπλα στη νέα κυβέρνηση. Να κάνει ό,τι χρειαστεί προκειμένου να αποτινάξει τα μνημονιακά δεσμά· να απελευθερωθεί η Πατρίδα και να ανασυγκροτηθεί η κοινωνία. Απ’ την άλλη, το κατεστημένο, ντόπιο και διεθνές, “εμφανίζεται” σαστισμένο, αλλά περισσότερο απ’ ό,τι στην πραγματικότητα είναι. Η κυβέρνηση Σαμαρά, φεύγοντας, έχει παραδώσει τα κλειδιά όλων των αμυντικών μηχανισμών του κράτους στους δανειστές, πράγμα όμως αναμενόμενο. Οι τελευταίοι, έχουν μεν “διαβάσει” τον αντίπαλο, αλλά δεν μπορούν ακόμη να τον “ζυγίσουν”. Και οι δυο πλευρές δείχνουν να χρειάζονται χρόνο. Μόνο που αυτός, δεν τρέχει με τον ίδιο τρόπο.

Οι πρώτες παράδοξες επιλογές της νέας κυβέρνησης, όπως η εκλογή του μετριοπαθή αλλά συντηρητικού Προκόπη Παυλόπουλου στο αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, ή η συμπερίληψη στο κυβερνητικό σχήμα αλλά και στον κρατικό μηχανισμό προσώπων με ξένες στοχεύσεις από αυτές του ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον με βάση τις μέχρι τότε εξαγγελίες του, δεν τυγχάνουν της ανάλογης προσοχής.

Τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης, ενώ φαίνεται να αποσκοπούν σε μια μορφή ανακούφισης του λαού, εν τούτοις λαμβάνονται άναρχα, με αργοπορία, είναι ισχνά και χωρίς σαφή και σε βάθος ζητούμενα. Το βάρος δίδεται στη λεγόμενη “διαπραγμάτευση”. Και εκεί, αναδύονται με εμφανή πια τρόπο οι αδυναμίες της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ: το αν έχουν, και τι είδους, δικαιική ισχύ μνημόνια και δανειακές συμβάσεις, το αν δεσμεύουν δηλαδή τη Χώρα και πώς, όχι μόνο είναι terra incognita για τους Έλληνες “διαπραγματευτές”, αλλά και από τον ίδιο τον πρωθυπουργό αντιμετωπίζονται με παιδαριώδη βολονταρισμό: πιστεύει ότι αρκεί να “κομίσει” τις απόψεις του, και οι Λύκοι των Βρυξελλών θα αρχίσουν να συμπεριφέρονται σαν αρνάκια. Με λευκή “ανάθεση έργου”, ο υπουργός οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, προσπαθεί να πείσει τους δανειστές, από τη μια ότι “η συνταγή είναι λανθασμένη”, από την άλλη ότι η Ευρώπη πρέπει ν’ αλλάξει. Το πρώτο το ήξεραν, το δεύτερο δεν το ήθελαν. Όταν θα τα καταλάβει αυτά, θα είναι αργά.

Έτσι, η Χώρα μπαίνει σε μια “συζήτηση” χωρίς να γνωρίζει: ούτε το ουσιαστικό της αντικείμενο, ούτε τις πραγματικές παραμέτρους του, ούτε το θεσμικό του πλαίσιο, ενώ της “διαφεύγει” ότι αυτοί με τους οποίους κουβεντιάζει υποδύονται, απλώς, ότι έχουν τέτοιο δικαίωμα. Το “ρωτώντας πας στην Πόλη”, είναι ένα σοφό λαϊκό γνωμικό, που μπορεί να φανεί χρήσιμο σε ανέμελους τουρίστες, με περίσσιο χρόνο, που κουβαλούν μόνο τους εαυτούς τους, ενώ προϋποθέτει και καλόπιστους και ειλικρινείς “περαστικούς”. Άλλο “πάω στην Πόλη”, και άλλο “πάω να πάρω την Πόλη”.

Η πρώτη ορατή ανακολουθία, αφορά τη λεγόμενη “συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου 2015”: με αυτήν, φαίνεται να δίδεται, τόσο μια παράταση στην τήρηση των εκατέρωθεν οικονομικών υποχρεώσεων, όσο όμως και ένα νέο περιεχόμενο σ’ αυτές, με κοινολογούμενο στόχο την επαναδιαπραγμάτευση των όρων τους, ενώ για πρώτη φορά γίνεται επίκληση από την κυβέρνηση περί διαχωρισμού μνημονίων-δανειακών συμβάσεων[5], θέση βεβαίως που οι δανειστές δεν ασπάζονται. Και παρ’ ό,τι φαίνεται ότι η συμφωνία είναι άτυπη, το σάπιο πολιτικό προσωπικό “τρίβει τα χέρια του” και αρχίζει να ρωτά χαιρέκακα “πότε η Αριστερά θα φέρει το νέο μνημόνιο για ψήφιση στη Βουλή”.[6]

Τι έχει συμβεί προηγουμένως; Ο υπουργός οικονομικών της Χώρας, Γιάνης Βαρουφάκης, στο Eurogroup της 11.02.2015, πλαισιωμένος από τον αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη και τον Γιώργο Χουλιαράκη (άνθρωπος εν τέλει των δανειστών, ο οποίος από το Μάρτιο του 2015 διορίστηκε και στο Διοικητικό Συμβούλιο του EFSF) ζητά από τον υπουργό οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε (καθόσον “αυτός” είναι στην ουσία το Eurogroup), να παραλάβει τις γραπτές προτάσεις του, περί τροποποίησης του υπάρχοντος Μνημονιακού Προγράμματος. Ο Σόιμπλε αρνείται: του υποδεικνύει ότι ο (Γερμανικός) νόμος τον υποχρεώνει να τις προσκομίσει ενώπιον της Γερμανικής Βουλής και τότε θα ξεσπούσε “κόλαση”, όπως του ανέφερε, καθόσον τόσο το δικό του κόμμα όσο και οι άλλες παρατάξεις θα προέβαλλαν τις αντιρρήσεις τους. Τον προέτρεψε δε, να καταθέσει τις προτάσεις του στους “Θεσμούς”. Μάλιστα, ο Βαρουφάκης, από μια έρευνα που “διέταξε” να γίνει από κορυφαίους Γερμανούς νομικούς προέκυψε ότι: πράγματι, ο Σόιμπλε ήταν υποχρεωμένος από τη Συνταγματική τάξη της χώρας του, αφενός προτού μονογράψει το οποιοδήποτε νέο σχέδιο συμφωνίας για τη χώρα του να ενημερώσει τη Γερμανική Βουλή, αφετέρου, μετά την υπογραφή της συμφωνίας από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, για να ισχύσει αυτή δεσμευτικά για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, θα έπρεπε να τη φέρει στη Βουλή για κύρωση ή (εννοείται) απόρριψη.  

Από την άλλη, όπως ο ίδιος ο Βαρουφάκης ισχυρίζεται, η γραμματεία και το προεδρείο του Eurogroup, του απαγόρευαν “κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση” και εις το διηνεκές να καταθέσει τις προτάσεις του σ’ αυτό, ενώ, συγχρόνως, ο Γερούν Ντάισεμπλουμ (πρόεδρος του Eurogroup και υπουργός οικονομικών της Ολλανδίας), τον “απείλησε” ότι, εάν έστελνε τις προτάσεις του μέσω του δικού του e-mail ή του υπουργείου οικονομικών της Χώρας στα υπουργεία οικονομικών των άλλων χωρών, χωρίς τη διαμεσολάβηση της γραμματείας του Eurogroup, αυτές δε θα μπορούσαν να ληφθούν ποτέ υπ’ όψιν, καθώς μ’ αυτό τον τρόπο θα παραβίαζε “το πρωτόκολλο” ! Μ’ άλλα λόγια, στο άτυπο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Eurogroup, απαγορευόταν στην Ελλάδα -και για θέμα μοναδικού ενδιαφέροντός της- να καταθέσει τις απόψεις της, που όμως “υποχρεωτικά” στο Eurogroup έπρεπε να τις καταθέσει, εάν ήθελε να ληφθούν υπ’ όψιν !

Το ενδιαφέρον όμως δεν σταματά εδώ: Ο Ντάισελμπλουμ είχε έτοιμο “σχέδιο ανακοινωθέντος” της εν λόγω συνάντησης του Eurogroup, με το οποίο δεσμευόταν η Ελλάδα να ολοκληρώσει το δεύτερο μνημονιακό πρόγραμμα με την πιστή και πλήρη εφαρμογή του συνόλου του μνημονίου και με μοναδική “παραχώρηση” προς τους Έλληνες διαπραγματευτές τη φράση: «… με τη μέγιστη δυνατή ευελιξία στο πρόγραμμα, ώστε να προσαρμοστούν σε αυτό οι προτεραιότητες της νέας ελληνικής κυβέρνησης». Όταν ο Βαρουφάκης, σε μια ένδειξη “καλής πίστης”, όπως ο ίδιος πάλι αναφέρει, πρότεινε να τεθεί ο όρος “τροποποιημένο” μπροστά από τον όρο “πρόγραμμα” (οπότε και θα το δεχόταν), ο Σόιμπλε αρνήθηκε εκ νέου. Υπενθύμισε πάλι ότι η προσθήκη του επιθέτου “τροποποιημένο” μπροστά από τη λέξη “πρόγραμμα”, τον υποχρέωνε να παραπέμψει το θέμα στη Γερμανική Βουλή για έγκριση. «Το ελληνικό πρόγραμμα», είπε, «όπως ορίζεται στο Μνημόνιο, είχε ψηφιστεί από το γερμανικό κοινοβούλιο οπότε, οποιαδήποτε τροποποίησή του, θα έπρεπε επίσης να ψηφιστεί απ’ αυτό.» Ο Ντάισελμπλουμ έσπευσε να συμπληρώσει ότι και για άλλες χώρες της ευρωζώνης, οποιαδήποτε τροποποίηση του “προγράμματος” (έστω και ως άτυπη διακηρυκτική πρόθεση και χωρίς κανένα ακόμη περιεχόμενο), επίσης θα έπρεπε να ψηφιστεί από τα κοινοβούλιά τους, γιατί έτσι ορίζουν τα συντάγματά τους ![7]

Μετά “απ’ αυτά”, είναι απορίας άξιο “τι δεν κατάλαβε” ο υπουργός οικονομικών” και η κυβέρνησή του. Οι δανειστές, αφενός δεν είχαν σκοπό να κάνουν ούτε ένα βήμα πίσω, αφετέρου, με συνεχείς αυθαίρετες προκλήσεις, ζύγιζαν την αποφασιστικότητα της ελληνικής πλευράς. Και έτσι, όμως, εσκεμμένα ή τυχαία, φανέρωσαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι ίδιοι ένα υπερόπλο, που έτσι κι’ αλλιώς διέθετε (και διαθέτει) η ελληνική πλευρά: Μνημόνια και δανειακές συμβάσεις δεν είχαν (ούτε έχουν) κυρωθεί από την Ελληνική Βουλή. Γιατί λοιπόν να δεσμεύουν την Ελλάδα, τη στιγμή που το ίδιο επιχείρημα, εκ του αντιθέτου, χρησιμοποιούν οι δανειστές απλώς και μόνο για να αποφύγουν την παραμικρή συζήτηση για την τροποποίησή τους; Γνώριζε ή όχι ο Βαρουφάκης ότι μνημόνια και δανειακές συμβάσεις δεν δεσμεύουν νόμιμα τη Χώρα; (γιατί ο Σόιμπλε, προφανώς και το ήξερε). Το “γνώριζε” ή όχι η κυβέρνηση της “πρώτης φοράς αριστεράς” που ο πρωθυπουργός της, μέσα στη Βουλή των Ελλήνων, διακήρυξε “είμαστε κάθε λέξη του Συντάγματος”; Εν τέλει, αν το ξέρανε, θα το χρησιμοποιούσαν; Από την άλλη, τους “κορυφαίους γερμανούς νομικούς” πότε τους ρώτησε σχετικά με το τι ισχύει για τη σύναψη των μνημονίων; Την ώρα που του απαντούσε ο Σόιμπλε, πριν να πάει στο Eurogroup ή μετά απ’ αυτό; Σε σχέση με την Ελλάδα “διέταξε” αντίστοιχη έρευνα/μελέτη, πριν να πάει στο Eurogroup ή έστω μετά απ’ όσα έμαθε σ’ αυτό; Γνώριζε ότι ο ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ του ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη εκπονήσει μελέτη σχετική με τη μη δέσμευση της Χώρας από τα Μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, ακριβώς διότι εγκαθιδρύθηκαν στη Χώρα κατά παράβαση του Ελληνικού συντάγματος, του διεθνούς δικαίου που διέπει τη σύναψη διεθνών συμβάσεων αλλά ακόμη και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Του την έδωσε κανείς, ναι ή όχι; Η ομάδα διαπραγμάτευσης είχε μαζί της Νομικούς και εάν όχι, γιατί; Τα συνεχή ανάλογα δημοσιεύματα στον τύπο της εποχής (ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ) τα παρακολουθούσε, ή δεν τα είχε ανάγκη λόγω πολυγνωσίας και υπερβολικής εμπιστοσύνης στον εαυτό του; Πώς νοείται να διαπραγματεύεσαι τους όρους διεθνών συμβάσεων, χωρίς να έχεις μαζί σου νομικούς ;

Σε όλα αυτά, πρέπει να προστεθεί και το εξής: μέχρι και το τέλος της διαπραγμάτευσης και σε κάθε ευκαιρία, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, δεν έπαψε να επαναλαμβάνει στον Βαρουφάκη, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ότι τα μνημόνια και οι δανειακές συμβάσεις έχουν δεσμευτική ισχύ για τη χώρα του, ακριβώς γιατί μετά την υπογραφή τους τα έχει ψηφίσει η Γερμανική Βουλή· κάθε τροποποίησή τους θα έπρεπε να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή. Αυτή η “τακτική” του Σόιμπλε, και με δεδομένο ότι είχε απαντήσει ευθαρσώς στον Βαρουφάκη ότι “τέτοια μνημονιακά μέτρα για την δική του Πατρίδα, ουδέποτε θα είχε υπογράψει ο ίδιος”, μας επιτρέπει (με επιφύλαξη) να διατυπώσουμε τον ακόλουθο συλλογισμό: Φαίνεται πως, ακόμη και ο Σόιμπλε, του υποδείκνυε να αναζητήσει να εξεύρει και να προκρίνει τον μοναδικό πρόσφορο και νόμιμο τρόπο για να απεμπλακεί η Χώρα από τη μνημονιακή μέγγενη: κατά το διεθνές δίκαιο που διέπει τη σύναψη και την ισχύ διεθνών συνθηκών και συμβάσεων (Συνθήκες Βιέννης 1969 και 1985, άρθρο 46 και στις δύο),  «Κράτος δεν μπορεί να επικαλεσθεί το γεγονός ότι η συναίνεσή του να δεσμευθεί από τη συνθήκη εδόθη κατά παραβίαση διατάξεως του εσωτερικού του δικαίου, σχετικής με την αρμοδιότητα συνομολογήσεως συνθηκών ως ελάττωμα της συναινέσεώς του, εκτός εάν η παραβίαση αυτή ήταν έκδηλη και αφορούσε κανόνα εσωτερικού δικαίου θεμελιώδους σημασίας.» Και ως “κανόνες θεμελιώδους σημασίας” για ένα Κράτος-και πάντως για την Ελλάδα-, νοούνται, αν μη τι άλλο, οι κανόνες της συνταγματικής του τάξης: είναι υπέρτεροι όλων από έποψη δικαιικής ισχύος, είναι θεμελιώδεις γιατί επ’ αυτών εδράζονται και απορρέουν όλοι οι άλλοι, συγχρόνως δε, κάποιοι απ’ αυτούς αποτελούν τις Βάσεις του Πολιτεύματός του, πράγμα που σημαίνει ότι αν παραβιαστούν καταλύεται το ίδιο το Πολίτευμα. Αν, λοιπόν, διεθνείς συμβάσεις συναφθούν και “ισχύσουν” με τέτοιες παραβάσεις, είναι άκυρες, πράγμα που σημαίνει ότι, καταρχήν, η Χώρα, με απλή δήλωσή της σταματά να υλοποιεί τα μνημόνια αλλά και να πληρώνει τα χρέη που μέσω τέτοιων ανέλαβε και το ζήτημα παραπέμπεται στα Διεθνή Δικαστήρια για την εξακρίβωση της περίπτωσης και την εξεύρεση λύσης.

Το “δώρο” λοιπόν για τους δανειστές είναι ανέλπιστο. Πόνταραν βέβαια σε μια άπειρη κυβέρνηση που θα αναγκαστεί να περπατήσει σ’ ένα καλά ναρκοθετημένο πεδίο, αλλά η προχειρότητά της, κυριολεκτικά τους εξέπληξε. Η χώρα βυθίζεται σε μια στείρα “διαπραγμάτευση”, συνεχίζοντας να πληρώνει τοκοχρεολύσια για να εξευμενίσει τους δανειστές, ενώ αυτοί συνεχίζουν να αυθαιρετούν, να ασχημονούν και να παρανομούν. Επιπλέον, κανείς δεν τους “υπενθυμίζει”, αφενός ότι πριν έρθουν εδώ για να συνετίσουν τους “τεμπέληδες” και “σπάταλους” Έλληνες, μοίρασαν “εγγυήσεις” και πακτωλό ηλεκτρονικού χρήματος, που δημιούργησαν από το τίποτα, για να σώσουν τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις των χωρών τους, αφετέρου ότι δεν συνομιλούν με μια “πτωχευμένη Χώρα” (όπως υποστήριζε μπροστά τους ο Βαρουφάκης), καθόσον οι χώρες ούτε “χρεοκοπούν ούτε πτωχεύουν”. Γρήγορα, λοιπόν, επαναφέρουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όλες τις αξιώσεις τους, αντιμετωπίζοντας τους νέους, όπως και τους παλιούς. Και επειδή η “πρώτη φορά Αριστερά” της Ελλάδας πρέπει να τσαλακωθεί παραδειγματικά, μόλις κατάλαβαν ότι η γλώσσα τους είναι μεγαλύτερη από το λιλί τους, τους ταπεινώνουν κιόλας. Απ’ την άλλη, η ηλεκτρονική φυγάδευση των χρημάτων από τις τράπεζες συνεχίζεται, με αποτέλεσμα, το διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου, ακόμη 35-40 δις ευρώ να μεταναστεύσουν. Ένα ατέρμονο πήγαινε-έλα, χωρίς νόημα, χωρίς στόχο, που απλώς ροκανίζει το χρόνο προς όφελος των δανειστών, φέρνει τη χώρα, για άλλη μια φορά, μπροστά στο λεγόμενο -τεχνητά δημιουργούμενο- πρόβλημα της “έλλειψης ρευστότητας”: για να μας “πουλήσουν” οι δανειστές λογιστικό χρήμα, απαιτούν καινούργιο Μνημόνιο.

Τον Ιούνιο του 2015, λοιπόν, η Κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει για άλλη μια φορά το πρόβλημα της έλλειψης ρευστότητας, που φαίνεται να είναι διττό: υπάρχει έλλειψη και ηλεκτρονικού και χάρτινου χρήματος, με το δεύτερο να είναι εντονότερο. Και ενώ οι αρχικές διαπραγματεύσεις της πέριξ του Πρωθυπουργού ηγετικής ομάδας με τους δανειστές, γρήγορα είχαν αναδείξει την εμμονή και τη στόχευση των δεύτερων να μην αλλάξει απολύτως τίποτα, πράγμα αναμενόμενο, εν τούτοις, η ύπνωση των ιθυνόντων, παιδαριώδεις αδυναμίες και ελλείψεις τους, μέτρο-μέτρο σκάβουν το λάκκο που θα θαφτεί το κολοβό τους εγχείρημα αλλά και οι ελπίδες ενός ολόκληρου Λαού: η έλλειψη ενός συγκροτημένου σχεδίου με εναλλακτικούς τρόπους υλοποίησής του, η παράλειψη λήψης άμεσων μέτρων ώστε να σταματήσει η ηλεκτρονική και πραγματική διαφυγή κεφαλαίων απ’ τη χώρα, η μη έγκαιρη προπαρασκευή για τη χρήση εναλλακτικών μέσων πληρωμής στο εσωτερικό, η μη αναστολή πληρωμής των δανείων ώστε να σταματήσει η αιμορραγία της χώρας, δούλεψαν προς όφελος της εδραίωσης της θέσης των δανειστών. Αναποφασιστικότητα, άναρχα βήματα, ολιγωρίες και βολονταρισμοί, υπήρξαν ανέλπιστο δώρο για τους επικυρίαρχους της Ευρώπης ώστε να φτάσουν τη χώρα σε μια τεχνητή, αυθαίρετη και παράνομη λόγω και δικών τους ενεργειών, έλλειψη “ρευστότητας”. Εν τούτοις, η τότε ηγετική ομάδα της χώρας, θέλοντας να μην τους δυσαρεστήσει (ή γιατί είχε ήδη αποφασίσει να συμβιβαστεί πιστεύοντας, ειλικρινά ή υποκριτικά αδιάφορο, ότι θα δώσει τη μάχη “παρακάτω”), δεν χρησιμοποιεί ούτε τα μέσα που της δίνει η ίδια η ΣΛΕΕ (άρθρο 14 παρ.4 του 4ου Πρωτοκόλλου που αφορά το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών των χωρών της ευρωζώνης) ώστε να δημιουργήσει, με εγχώριο-εσωτερικό τρόπο, πιστώσεις και ρευστότητα, από το να δανείζεται η χώρα ηλεκτρονικό κυρίως χρήμα (για να πληρώνει τόκους και προηγούμενα δάνεια) από Μηχανισμούς ξένων δανειστών.

Παρ’ όλα αυτά, σαν από “μηχανής θεός” εμφανίζεται ακόμη μια ευκαιρία: Ο Βαρουφάκης “ανακαλύπτει ξαφνικά” πως, σε διάφορες αποθήκες της Τράπεζας της Ελλάδος, βρίσκονται αποθηκευμένα χάρτινα ευρώ ύψους 16 δις (κατ’ άλλους, 20 δις). Πρόκειται για μάζα χάρτινου ευρώ, που είχε εισρεύσει στην Ελλάδα το 2012 κατ’ εντολή της ΕΚΤ, εξ’ αιτίας του ότι, εκείνη την εποχή, λόγω του φημολογούμενου Grexit, οι καταθέτες είχαν σπεύσει και είχαν αναλάβει μεγάλο μέρος των καταθέσεών τους. Προκειμένου, λοιπόν, να μην δημιουργηθεί έλλειψη χάρτινης ρευστότητας και πανικός με απρόβλεπτες συνέπειες για το τότε πολιτικό προσωπικό, αλλά και για να στηριχτεί έτσι η Κυβέρνηση Παπαδήμου και το 2ο Μνημόνιο που μέσω αυτής εγκαθιδρύθηκε, να διατηρηθεί δηλαδή μια επιφανειακή “κανονικότητα” για να ολοκληρωθούν τα μνημονιακά μέτρα, η ΕΚΤ είχε “παραχωρήσει” στην ΤτΕ σαν στοκ την παραπάνω ποσότητα χρήματος (προφανώς σε χαρτονομίσματα που δεν τυπώνει η Ελλάδα, καθόσον τυπώνει χαρτονομίσματα των 5, 10 και 20 ευρώ), με σκοπό την άμεση διαθεσιμότητά της εφόσον παρουσιαστεί έλλειψη χάρτινης ρευστότητας. Σε ερώτηση του πρωθυπουργού «γιατί δεν τα χρησιμοποιούμε για να γεμίσουμε τα ΑΤΜ» και να μην υποφέρει ο κοσμάκης, ο Γιάνης Βαρουφάκης του απάντησε ότι: «δεν μπορούμε να ακουμπήσουμε τα χρήματα αυτά. Η κατάσχεσή τους θα ισοδυναμούσε με κλοπή, καθώς δεν ήταν δικά μας αλλά στοκ χαρτονομισμάτων ιδιοκτησίας της Φρανκφούρτης που η ΕΚΤ τα είχε παρκάρει εκεί για μελλοντική, κατά το δικό της δοκούν, χρήση».[8] Αντίθετα, ο Βαρουφάκης πρότεινε, αν θέλαμε το Grexit, τότε «θα μπορούσαμε, χωρίς να χαρακτηριστούμε κλέφτες, να δημεύσουμε τα 16 δις ευρώ, να τα σφραγίσουμε με ειδικό μελάνι ώστε να ακυρωθούν ως ευρώ, να τα ξανασφραγίσουμε σαν νέες δραχμές, να τα τοποθετήσουμε στα ΑΤΜ ως μαγιά για νέο νόμισμα και τέλος να καλέσουμε τον Μάριο Ντράγκι να του εξηγήσουμε πως είμαστε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να τον ρωτήσουμε ποια ήταν η αξία παραγωγής των 16 δις χαρτονομισμάτων (μελάνι, χαρτί, μεταφορικά κτλ.) ώστε να τον αποζημιώσουμε». Συμπληρώνοντας, «επανέλαβε την πάγια θέση του ότι δεν έπρεπε να κάνουν τίποτα απ’ όλα αυτά, αλλά να ενεργοποιήσουν το παράλληλο σύστημα πληρωμών που είχε προετοιμάσει, το οποίο θα επεξέτεινε τα χρηματοπιστωτικά μας περιθώρια μέσα στο ευρώ ακόμη, με στόχο πάντα τη βιώσιμη συμφωνία εντός ευρώ.» [9]

Η ελαφρότητα με την οποία προσέγγισε και παρουσίασε ο υπουργός οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης το θέμα, είναι κυριολεκτικά “αβάστακτη”. Χωρίς να εξετάσει δυνάμει ποιας (γραπτής ή “προφορικής”) συμφωνίας ή δυνατότητας ή με ποιους όρους, εν τέλει, βρισκόντουσαν αυτά τα χρήματα στη φυσική εξουσία της ΤτΕ, παρέθεσε πλειάδα υποθέσεων αορίστου και ασαφούς περιεχομένου («έχει παρκάρει η Φρανκφούρτη για μελλοντική, κατά το δικό της δοκούν, χρήση»), χρησιμοποιώντας μάλιστα νομικούς όρους που το περιεχόμενό τους δεν κατανοεί για να καταλήξει σε αβάσιμες και αυθαίρετες παραδοχές, εν τέλει δε, να προκρίνει διαφορετική πρόταση επί ταυτόσημης αλλά εσφαλμένης βάσης/προϋπόθεσης: αν η ενέργεια μπορεί να χαρακτηριστεί “κλοπή”, δεν σε σώζει το ότι εσύ καταστρέφεις το κλοπιμαίο ή δεν του αναγνωρίζεις ιδιότητες που έχει από “κατασκευής” του. Έτσι, μια αποδείξιμη θέση, θα προϋπέθετε, καταρχάς, γνώση του περιεχομένου μιας τέτοιας συμφωνίας, άλλως των παραμέτρων του γεγονότος του πώς και γιατί η ΤτΕ απέκτησε τη φυσική εξουσία αυτών των χρημάτων. Ο ίδιος ο Βαρουφάκης, όμως, πριν να δικαιολογήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο την παραπάνω θέση του, παραδέχεται ότι, από τη μια «ο Στουρνάρας του έκρυβε ρευστότητα» (χωρίς όμως να διευκρινίζει αν επρόκειτο για τη συγκεκριμένη χάρτινη ρευστότητα των 16 δις ευρώ), από την άλλη ότι «αυτά τα χαρτονομίσματα» που η ΕΚΤ είχε στείλει στην ΤτΕ το 2012, τα έστελνε «ώστε να δημιουργηθεί ένα στοκ σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης».[10] “Ανάγκης”, από ποια αιτία; Δε φαίνεται άλλη, εκτός από αυτήν της “έλλειψης χάρτινης ρευστότητας”. Άρα, τα χρήματα, βάσιμα μπορεί να υποτεθεί, είτε ότι ήταν μέρος των αντίστοιχων δανείων των Μνημονίων (1ου και 2ου), είτε ότι είχαν σταλεί στο πλαίσιο λειτουργίας του ELA. Επρόκειτο, δηλαδή, είτε για ήδη υλοποιημένο αποτέλεσμα εξωτερικού δανεισμού, είτε για ήδη υλοποιημένο αποτέλεσμα εσωτερικής πίστωσης από την ΤτΕ, με ήδη έγκριση της ΕΚΤ. Και στις δυο περιπτώσεις, πρόκειται για χρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Εναπόκειτο, λοιπόν, στην (εκάστοτε) ελληνική κυβέρνηση να κρίνει πότε συνέτρεχε “περίπτωση έκτακτης ανάγκης”, ώστε μονομερώς να ενεργοποιήσει τη διάθεσή τους. Σε περίπτωση που οι “εταίροι” είχαν διαφορετική “άποψη”, ας κατέφευγαν στα αρμόδια δικαστήρια (τινάζοντας έτσι στον αέρα τη ζώνη του ευρώ, αφού θα φαινόταν “προς τα έξω” ότι διαφωνούν, και μάλιστα εκ των υστέρων και μετά την κυκλοφορία του χρήματος, για τη “νομιμότητα” κυκλοφορίας  χρήματος που είναι κοινό για όλους και χρησιμοποιούν και οι ίδιοι· γι’ αυτό και στην περίπτωση της Ιρλανδίας “δεν είπανε κουβέντα”).

Φτάνουμε, λοιπόν, τέλη Ιουνίου του 2015. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, με μια αιφνιδιαστική -ομολογουμένως- κίνηση, προκηρύσσει δημοψήφισμα για την 05.07.2015, με σαφές ερώτημα το εάν ο Λαός θέλει ή όχι “αφενός ολοκλήρωση των προγραμμάτων των παλιών Μνημονίων, αφετέρου και μέσω ενός νέου που προκρίνουν οι δανειστές”. Ο ελληνικός λαός, στημένος καρτερικά στις σειρές των ΑΤΜ, μέσα στη ζέστη του Ιουλίου και εν είδη “ουράς κατοχικού συσσιτίου” για να πάρει 60 ευρώ την ημέρα από τα χρήματά του, “βουβός” στη μεγάλη του πλειοψηφία αλλά κατασταλαγμένος από καιρό, δίνει 62% στο ΟΧΙ. Διαφυλάσσει την αξιοπρέπειά του και διατρανώνει σ’ όλο τον Κόσμο ότι σ’ αυτόν τον τόπο, η βούλησή του είναι να κυριαρχεί πραγματικά. Πατά στα πόδια του, χαμογελά και ορθώνει το ανάστημά του στους εκβιαστές των εθνών, έτοιμος για αλλαγή πορείας, και ας έχει κόστος. Ένας λαός, που όσες φορές κλήθηκε απ’ την Ιστορία, ήταν παρών. Συμπαρατάχθηκε με το δίκιο και πολέμησε γι’ αυτό, ενάντια σε κάθε δυνάστη, όσο ισχυρός και αν ήταν, και διαφύλαξε αξίες, τέτοιες, με τις οποίες αναπνέει όλη η ανθρωπότητα.

Αλίμονο όμως. Λίγες ώρες μετά το Δημοψήφισμα της 05ης Ιουλίου 2015 με το οποίο ο Ελληνικός Λαός επέλεξε να αρνηθούν τα συνταγματικά του όργανα το Μνημόνιο που πρότειναν οι δανειστές μέσω της υπαγωγής της Χώρας στον ΕΜΣ, που πήρε τη θέση του EFSF, και με επίγνωση των αποτελεσμάτων της απόφασής του, ο πρωθυπουργός της χώρας, Αλέξης Τσίπρας, συγκαλεί “συμβούλιο πολιτικών αρχηγών”. Η απόφαση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με την αμέριστη αρωγή των πολιτικών αρχηγών των κομμάτων που συμμετείχαν στη σύσκεψη, πλην ΚΚΕ που διαφώνησε, είναι να αγνοήσει το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος που η ίδια προκάλεσε, και να προχωρήσει σε σύναψη Μνημονίου με τον ΕΜΣ. Στις 08 Ιουλίου 2015, η Κυβέρνηση υποβάλλει αίτηση προς τον ΕΜΣ. Όλο το υπαίτιο πολιτικό προσωπικό ξεπλένει, προσωρινά βέβαια, τα ανομήματά του στην “κολυμβήθρα” της αποτυχίας της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, και από κοινού με το “νέο”, που λειτούργησε εν τέλει ως “χρυσή εφεδρεία” του παλιού και των δανειστών (με εξαίρεση 44  βουλευτές της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ που διαφώνησαν, αντιτάχθηκαν και έσωσαν την τιμή της Πατρίδας), ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΠΟΤΑΜΙ και ΠΑΣΟΚ (από το 2018 ως ΚΙΝΑΛ) εγκαθιδρύουν το 3ο Μνημόνιο, με όχημα/πρόσχημα το Ν.4336/14.08.2015, με τον οποίο πάλι ψηφίζονται (με 222 ΝΑΙ, 64 ΟΧΙ και 11 ΠΑΡΩΝ) Σχέδια Μνημονίου και Σχέδια Δανειακών Συμβάσεων και δίδονται εξουσιοδοτήσεις σε υπουργό οικονομικών και διοικητή της ΤτΕ να υπογράψουν τα πραγματικά και τις μελλοντικές τροποποιήσεις τους. Το νέο τέχνασμα, βασίζεται στο παλιό “πατρόν”, με νέα “γραμμή”: η ρήτρα “ισχύουν από την ημερομηνία υπογραφής τους από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη” απουσιάζει και αντί αυτής έχει τεθεί το ότι από της υπογραφής πραγματικού μνημονίου και δανειακών συμβάσεων θα ισχύουν τα Σχέδια που έχουν συμπεριληφθεί στον Ν.4336/14.08.2015. Πρόκειται πράγματι για νέο τέχνασμα ώστε, αν χρειαστεί, το βάρος να επιρριφτεί στον “απρόσεκτο και ξεχασιάρη” υπουργό οικονομικών. Ο νόμος, δεν του υπαγορεύει να μην τα φέρει στη Βουλή για κύρωση ή απόρριψη· ο “υπουργός γνωρίζει τι επιτάσσει το Σύνταγμα”. Από την άλλη, ο νόμος Ν.4336/14.08.2015, εμπεριέχει Σχέδια Διεθνών Συμβάσεων, δηλαδή ανυπόγραφα από τις μνημονευόμενες στο κείμενο πλευρές κείμενα, που θα υπογραφούν στο μέλλον από τους αντισυμβαλλόμενους (που εν τούτοις μπορεί κάποια πλευρά τελικά να μην υπογράψει), όπως προβλέπει ο ίδιος ως άνω νόμος, όπως επιτάσσει το “δίκαιο συνάψεως διεθνών Συνθηκών και Συμφωνιών”, οπότε, μετά και την κύρωσή τους από τη Βουλή, ισχύουν, έγκυρα και ισχυρά, τόσο κατά το Διεθνές δίκαιο όσο και κατά τη συνταγματική τάξη της Χώρας. Πώς, λοιπόν, νοείται ένα απλό σχέδιο μιας πολυμερούς Διεθνούς Συμβάσεως (η χώρα από τη μια, το λεγόμενο κουαρτέτο από την άλλη) να δεσμεύει τις πλευρές, που εν τούτοις ούτε έχουν συμβληθεί, ούτε το έχουν υπογράψει; Με αυτό που τελικά υπογράφει ο υπουργός, μετά μάλιστα από “συμπληρώσεις και τροποποιήσεις” του σχεδίου, τι γίνεται; Ποιο από όλα “ισχύει”; Η απάντηση είναι μία: κατά την πρακτική που ακολούθησε όλο το πολιτικό προσωπικό που υλοποίησε το 3ο Μνημόνιο, με συνεχή επίκληση ότι “πρόκειται για διεθνείς δεσμεύσεις της Χώρας”, δέχθηκε ενεργητικά ότι ισχύουν αυτά που υπογράφει ο υπουργός και δεν φέρνει στη Βουλή. Εξάλλου, μόνο έτσι μπορεί να γίνει επίκληση, αν χρειαστεί, περί υποχρέωσης των δανειστών να υλοποιούσουν και τις δικές τους δεσμεύσεις, αυτές δηλαδή που υπέγραψαν και όχι αυτές που η Χώρα ψήφισε ως ανυπόγραφο σχέδιο. Απαλείφτηκε η προηγούμενη ρήτρα, απλώς προσχηματικά, σε μια προσπάθεια, ανεπιτυχή όμως, να σηκώσει το βάρος, μοναδικά, ο υπουργός (καθόσον η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν, πλέον, σε γνώση της αρχικής παρανομίας). Το νέο 3ο Μνημόνιο και οι αντίστοιχες δανειακές συμβάσεις, χειρότερα όλων, επιβλήθηκαν de facto με τον ίδιο παράνομο και αντισυνταγματικό τρόπο που επιβλήθηκαν και τα δύο πρώτα: με την υπογραφή του υπουργού οικονομικών και του διοικητή της ΤτΕ και με την ενεργητική συναίνεση του πολιτικού προσωπικού που ψήφισε τέτοιο νόμο και εν συνεχεία εφάρμοσε τους όρους 3ου Μνημονίου και Δανειακών Συμβάσεων, είτε απευθείας, είτε με κοινή νομοθεσία, όπου χρειαζόταν, χωρίς όμως προηγουμένως να έχει κυρώσει η Βουλή το 3ο Μνημόνιο και τις αντίστοιχε δανεικές συμβάσεις.   

Τέλος, δε χρειάζεται να πούμε ότι τα δημοψηφίσματα του άρθρου 44 παρ.2 του Σ/75, έχουν δεσμευτικό και επιτακτικό χαρακτήρα προς όλες τις συνταγματικές Εξουσίες του Λαού καθόσον αυτές ενεργούν στο όνομά του, κατ’ εντολή του, για λογαριασμό του και προς όφελός του, ενώ και το περιεχόμενο αυτής της ωφέλειας το καθορίζει μοναδικά ο ίδιος ο Λαός, και όπως προβλέπει η συνταγματική του τάξη. Η μη υλοποίηση αποτελέσματος Δημοψηφίσματος του άρθρου 44 του Σ/75, ιδίως από τα συνταγματικά όργανα, συνιστά, χωρίς άλλο τι, εξαφάνιση της ισχύος της Λαϊκής Κυριαρχίας. Συνιστά Εσχάτη Προδοσία. Και αυτή έχει συντελεστεί απ’ όσους δεν υλοποίησαν το αποτέλεσμά του και αντίθετα, εγκαθίδρυσαν το 3ο Μνημόνιο, με την επιπλέον συνταγματική και ποινική παρανομία του τρόπου εγκαθίδρυσής του. Οποιαδήποτε μετέπειτα ενέργεια contra σε ότι επιτάσσει το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος, παραμένει στο διηνεκές παράνομη και ανομιμοποίητη. Δεν αποτελεί, απλώς, ύβρη προς τη Λαϊκή Κυριαρχία, αλλά κυριολεκτικά κατάλυσή της. Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι με το Δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 άλλαξε το Πολίτευμα της Χώρας. Ενώ, λοιπόν, δεν το χωρά ο νους κανενός την επαύριον που ο Λαός επέλεξε αβασίλευτη Δημοκρατία να βρίσκαμε το βασιλιά στη θέση του, εν τούτοις, ο ελληνικός Λαός, το έζησε κι’ αυτό, με “άλλο ρούχο”.

Αφού, λοιπόν, η πρώτη φορά “αριστερά”, σε αγαστή συνεργασία με τη ΝΔ, το ΠΟΤΑΜΙ και το ΠΑΣΟΚ, εγκαθίδρυσε το 3ο Μνημόνιο, αμέσως μετά και μέσα στον Αύγουστο του 2015, προκηρύσσει εκλογές για τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Οι εκλογές αυτές, όπως προβλέπεται από τον εκλογικό νόμο, θα γίνουν με “λίστα”. Απ’ τη μια, λοιπόν, πρέπει να προκύψει μια νέα κοινοβουλευτική ομάδα, απολύτως υποτακτική στις νέες επιλογές του Αρχηγού, αφετέρου πρέπει να επιχειρηθεί το “ξέπλυμα” της τελευταίας πολιτικής απάτης. Η αποχή πλησιάζει το 50%. Ο λαός είναι σαστισμένος, φοβισμένος και αποκαρδιωμένος. Μεταξύ του παλιού και “νέου” πολιτικού προσωπικού, η πλειοψηφία όσων ψήφισαν, δύσθυμα προκρίνει το δεύτερο το οποίο, τώρα, του υπόσχεται ότι για κάθε μνημονιακό μέτρο που θα εφαρμόζει θα εφευρίσκει και ένα αντίμετρο: ό,τι του παίρνει με το μνημόνιο, θα του το δίνει πίσω μ’ άλλο τρόπο. Μα, αν αυτό μπορούσε να γίνει, δεν χρειαζόταν νέο μνημόνιο. “Γιατί να ξαναδώσεις κάτι πίσω που πήρες, αντί να μην το πάρεις ποτέ;”  Έτσι, ακολουθεί το ξήλωμα και των υπόλοιπων μέτρων που είχε πάρει η κυβέρνηση το πρώτο πεντάμηνο της πρώτης διακυβέρνησής της, παραδειγματικά και πανηγυρικά ενώ, νέα, επαχθέστερα για το σύνολο του Λαού μας αλλά και απρόσφορα για την οικονομική ανάκαμψη της Πατρίδας, επιβάλλονται.

Σε εκτέλεση των όρων των Μνημονίων και προκειμένου να καταστεί το χρέος βιώσιμο, όλες οι κυβερνήσεις, από το 2010 μέχρι σήμερα (2021), έχουν περάσει από τη Βουλή πλειάδα μέτρων που αφορούν: το ξεπούλημα λιμανιών, αεροδρομίων, δημόσιων Φορέων και Οργανισμών, φυσικών πόρων, την εξαφάνιση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, αντεργατική νομοθεσία, μειώσεις μισθών και συντάξεων στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, μείωση θέσεων στο δημόσιο, συντάξεις πείνας, ειδικούς όρους “ξεπουλήματος” για να πάρουν ξένα funds τις ελληνικές τράπεζες, τις δημόσιες και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, τον Ήλιο, τη Θάλασσα, τον Αέρα, το Νερό και ό,τι κρύβει στα σπλάχνα του αυτός ο τόπος. Από την άλλη, η ανεργία εκτοξεύτηκε στο 28% και παραμένει στο 25% (και πλέον), 500.000 νέοι Έλληνες μετανάστευσαν, χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις έκλεισαν, ο κοσμάκης χάνει τα σπίτια του με ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς. Και ενώ υποτίθεται ότι όλα αυτά έγιναν για να μειωθεί το δημόσιο χρέος της Χώρας, αυτό αυξήθηκε και αυξάνεται: το 2010 ανερχόταν στο 140% του ΑΕΠ της, το 2020 ανήλθε σε 189% του ΑΕΠ της και συνεχίζει το ίδιο ανοδικά. Εν τούτοις, Οι “Διεθνείς Οίκοι Αξιολόγησης”, το 2010 έκριναν το μικρότερο χρέος ως “μη βιώσιμο”, δηλαδή ότι δεν πρόκειται να αποπληρωθεί ενώ, το 2020 το μεγαλύτερο χρέος κρίνεται ως βιώσιμο ! Προφανώς και έχουν δίκιο: αφού οι πελάτες τους πήραν τσάμπα τις υποδομές και τον πλούτο της Χώρας και βρήκαν τι να κάνουν τα λεφτά τους, ήτοι να τα δανείσουν στη χώρα με υποθήκη το μέλλον της, τότε, ναι: το χρέος θεωρείται βιώσιμο. Αν η Χώρα αποφασίσει να ανακτήσει την Κυριαρχία της, τότε το χρέος θα καταστεί εκ νέου “προβληματικό”.

Από “εκεί και μετά”, η νέα εξαπάτηση φαίνεται πως έκανε πιο εύκολη την παλινόρθωση της “αιρετής” Δεξιάς: το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ περί εξόδου της Χώρας από τα Μνημόνια, έδωσε τη δυνατότητα σε νέους εκπροσώπους της καθεστηκυίας τάξης (που εμφανίστηκαν με καινούργια κουστούμια, υπηρέτες όμως των ίδιων “νεοφιλελεύθερων χρεοκοπημένων πολιτικών” που ακόμη και οι πιο ακραίοι υπέρμαχοι του καπιταλισμού έχουν απαρνηθεί) να επιστρέψουν, και “τυπικά”, στα πράγματα. Εξάλλου, ποιος μπορεί να συνεχίσει καλύτερα την υλοποίηση του μνημονιακού έργου, ποιος μπορεί να υπηρετήσει “πιστότερα” τους ξένους κεφαλαιούχους, αν όχι αυτοί που πάντα πίστευαν σε τέτοιους είδους θεωρήσεις; Μέσα λοιπόν από μια παλαιάς κοπής πλειοδοσία παροχών και ελαφρύνσεων, εξαγγελιών περί επενδύσεων που έρχονται (αλλά ποτέ δεν φθάνουν), παρωχημένου πολιτικού λόγου και ψευτομάγκικων αρχηγικών συμπεριφορών, και χωρίς λέξη για τη μνημονιακή εξάρτηση της Χώρας τουλάχιστον μέχρι το 2060, η Νέα Δημοκρατία απέσπασε την ανοχή του 40% από το 55% των ψηφοφόρων που αποφάσισε να ψηφίσει στις εκλογές του Ιουλίου του 2019, τερματίζοντας την παρένθεση μιας κατ’ όνομα μόνο “αριστεράς”. Ο κόσμος, φαίνεται, περισσότερο να τιμώρησε τον Αλέξη Τσίπρα, παρά να “στηρίχτηκε” στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Εξάλλου, όπως είπαμε, και οι δυο “γαμπροί” από το ίδιο σόι προέρχονται, πράγμα που όλοι έχουν καταλάβει.

Το έργο της νέας κυβέρνησης είναι πολυδιάστατο, “εύκολο και δύσκολο”: λιμάνια, αεροδρόμια, αιγιαλοί, υποδομές, δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας, έχουν αλλάξει χέρια, έσοδα και πλούτος της χώρας ελέγχονται από τους δανειστές, ενώ η Βουλή νομοθετεί υποχρεωτικά με τη συναίνεση των τελευταίων. Απ’ την άλλη, υπάρχουν ακόμη σε εκκρεμότητα μνημονιακά μέτρα που δεν έχουν υλοποιηθεί: οι λιγνίτες πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν και να αρχίσει η ΔΕΗ να στηρίζεται σε “οικολογικές” μορφές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, εισαγόμενης από την Γερμανία· γι’ αυτό, η “βρώμικη” ενεργειακά Ελλάδα, θα πουλάει το λιγνίτη της στη Γερμανία[11], που με τη σειρά της, η τελευταία, θα εγκαταστήσει (με χρήμα που εμείς θα τους δανείσουμε) ανεμογεννήτριες και θα πουλά ενέργεια στη ΔΕΗ. Το νερό, είναι επίσης “πολύ φτηνό”, οπότε πρέπει και αυτό να ιδιωτικοποιηθεί· οι τράπεζες, πρέπει να ξεφορτωθούν τα ενυπόθηκα κόκκινα δάνεια, ιδίως τα στεγαστικά· πρέπει λοιπόν να ξεπουληθούν σε ξένα κερδοσκοπικά κεφάλαια, στο 25-30% της ονομαστικής αξίας τους, αλλά με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου ! Μ’ άλλα λόγια, αν αυτές οι σκιώδεις τράπεζες[12], δεν καταφέρουν να πάρουν τα λεφτά τους από τους πλειστηριασμούς των ακινήτων με τα οποία είναι εγγυημένα τα δάνεια, θα τους τα δώσει το ελληνικό δημόσιο, το οποίο με τη σειρά του θα επιχειρήσει να τα πάρει από τον οφειλέτη. Και βέβαια, και ο πιο καλόπιστος μπορεί να αναρωτηθεί: μα γιατί δεν περνούν αυτές οι ενυπόθηκες αξίες ακινήτων, σ’ αυτό το ποσοστό του 30%, από τις τράπεζες απευθείας στο ελληνικό Δημόσιο το οποίο, σε διακανονισμό με τον οφειλέτη, να επιχειρήσει αυτό να πάρει το 40% του δανείου. Δηλαδή, και να κερδίσει από την εξαγορά, και να μην πεταχτεί ο κοσμάκης στο δρόμο; Η απάντηση: “είναι ο καπιταλισμός των ημετέρων” που δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Διαφορετικά, πώς θα κερδίσει το ξένο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, και μάλιστα εγγυώμενοι εμείς το κέρδος του;

Επιπλέον, η εμφάνιση της λεγόμενης “πανδημίας του κορωνοϊού”, εισφέρει νέα δεδομένα, τόσο στην παγκόσμια όσο και στην ελληνική πραγματικότητα. Η οικονομία, βρίσκεται σε παγκόσμια ύφεση από το 2018, το δε χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, σχεδόν σε “αδιέξοδο”, γιατί δεν έχει πού να επενδύσει. Απ’ την άλλη, το απόλυτο crash test για κυβερνήσεις και πρωθυπουργούς, είναι ο πόλεμος και η αρρώστια. Κάθε φορά που έρχονται να πάρουν το μερδικό τους, γυρίζουν τα “πάνω κάτω”· κυριολεκτικά κατακρημνίζονται κοινωνικά και οικονομικά καθεστώτα και εξαφανίζονται πολιτικές τάξεις.

Υπό τη δικαιολογία λοιπόν της μη εξάπλωσης του ιού, σε πολλές χώρες της Ευρώπης αλλά και στην Ελλάδα, επιβάλλεται, ανά περιόδους, υποχρεωτική αργία σε πολλούς τομείς παραγωγής και υπηρεσιών, αλλά και εγκλεισμός των ανθρώπων στα σπίτια τους καθόσον, εκτός των άλλων, αν υπάρξουν μεγάλες ανθρώπινες απώλειες από τον ιό, το αποτέλεσμα θα το χρεωθεί όποιος κυβερνά, και ειδικότερα αυτοί που μέχρι τώρα απαξίωναν τα δημόσια συστήματα υγείας και συνέδεαν την ύπαρξή τους αποκλειστικά με την κερδοφορία. Δημιουργείται, λοιπόν, αρχικά, ανόμοια μείωση της παραγωγής, με αντίστοιχη επιλεκτική αεργία, μείωση εισοδημάτων και συνακόλουθα μείωση της κατανάλωσης και της φοροδοτικής απόδοσης όλων και έτσι και δημιουργία νέων χρεών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, απαξιώνονται πάσης φύσεως “ενεργητικά αξιών”, επιχειρήσεων και δραστηριοτήτων. Πρόκειται για την καταστροφή μέρους των αγορών, που δίνει τη δυνατότητα επανεπένδυσης σ’ αυτές, αλλά και τη δημιουργία νέων. Η αναγκαστική μεταβολή συνηθειών, μορφής εργασίας και προτεραιοτήτων, υπό το πρόσχημα της μη εξάπλωσης του ιού, εγκαθιστά με βίαιο τρόπο, τη λεγόμενη 4η βιομηχανική επανάσταση: τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, τη ψηφιακή διακυβέρνηση, τη ψηφιακή επικοινωνία, τη ψηφιακή ψυχαγωγία, με μια κουβέντα “τη ψηφιακή ζωή” που, εκτός των άλλων, και λιγότερο επικίνδυνη είναι για τις “εξουσίες” και πιο ελεγχόμενη. Όλα αυτά, από τη μια απαιτούν νέα λογισμικά, νέες “πλατφόρμες”, νέο επιστημονικό προλεταριάτο, νέες επενδύσεις, από την άλλη, έχουν σαν αποτέλεσμα, την κατάργηση “παλιών” θέσεων εργασίας και μορφών δραστηριότητας και το πέρασμα αυτού του κόσμου στην περιθωριοποίηση, μιας και δεν προλαβαίνει “να μάθει τα καινούργια”. Κοντά σ’ αυτά, η πράσινη ενέργεια, τα πράσινα καύσιμα, η πράσινη διαχείριση των απορριμμάτων, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τα νέα εμβόλια και τα φάρμακα, θέλοντας και μη, εξυπηρετούν τους ίδιους σκοπούς. Όμως, οι παγκόσμιες ελίτ, οικονομικές, πολιτικές, εθνικές, ούτε βλέπουν την “ευκαιρία” με τον ίδιο τρόπο, ούτε έχουν τους ίδιους στόχους. Ακόμη και ανά “ίδια ομάδα”, τα μέλη τους αντιμάχονται το ένα το άλλο. Εν προκειμένω, το ποιες θέσεις θα προκριθούν, πώς και σε ποια έκταση θα κατισχύσουν, ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει, είναι ρευστό. Οι Λαοί, ή θα έχουν τον πρώτο λόγο, ή δεν θα έχουν πια λόγο.

Από την πλευρά της, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, έχει αμφίσημα χαρακτηριστικά: στηρίζεται σ’ έναν επιτελικό σχηματισμό (κυρίως συμβούλων) πρόθυμων να υλοποιήσουν, προηγούμενες και νέες εντολές, ενώ είναι και πλήρως υποτακτική στον “ξένο παράγοντα”, αμερικάνικο και ευρωπαϊκό και ενώ τα συμφέροντα όλων αυτών δεν ομονοούν. Από την άλλη, κουβαλά υποχρεωτικά και την ακροδεξιά της προίκα. Ρεβανσισμός, αλαζονεία και φασίζουσες πρακτικές, χέρι-χέρι, ακρωτηριάζουν με βίαιες μετεμφυλιακές πρακτικές, ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες του ελληνικού λαού, με υγειονομικά προσχήματα. Σε μια προσπάθεια να φανεί αρεστός στις “ξένες δυνάμεις”, μ’ έναν επαρχιωτισμό παλιάς κοπής, μιμείται και ξεπερνά τα μέτρα καταστολής που αυτές λαμβάνουν στις χώρες τους, καταστρέφει για λογαριασμό τους, περαιτέρω, την οικονομική δομή της Χώρας. Ο “μαθητής” αγωνίζεται να ξεπεράσει το “δάσκαλο” για να του δείξει ότι έμαθε καλά το μάθημά του.

Επίμετρο

Ο Λαός της Πατρίδας μας, αν και αγωνίστηκε και πέτυχε την εθνική του ανεξαρτησία, εν τούτοις, οι συνεχείς υποθηκεύσεις που επέβαλλαν οι συγκυρίες και τα λάθη των εκάστοτε ιθυνόντων του -και παρά τις όποιες εξαιρέσεις-, λάθη όχι μόνο από ανικανότητα και εμμονές σε συγκεκριμένες παραδοχές και στοχεύσεις, αλλά και από δουλικότητα και ιδιοτέλεια, καθόρισαν την ποιότητα της ελευθερίας του αλλά και τα χαρακτηριστικά της ίδιας της υπόστασής του. Παρά τις εκάστοτε καινοτομίες του, πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές, δεν μπόρεσε, παρά τις ευκαιρίες που του δόθηκαν, νόθες βέβαια οι περισσότερες, να ολοκληρώσει τον εθνικό στόχο: μια χώρα ισχυρή, κυρίαρχη, ισότιμη με τις άλλες, με δουλειά και αξιοπρέπεια για όλους. Και αν τα δάνεια του Αγώνα, αφενός είχαν την πολιτική σκοπιμότητα της αναγνώρισης μιας δράκας επαναστατών σε αυριανή κρατική οντότητα αλλά ήταν και εκ του πράγματος αναγκαία, όλοι οι μετέπειτα εξωτερικοί δανεισμοί, συνοδεύονταν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από την πολιτική και ουσιαστική επικυριαρχία του εκάστοτε δανειστή και του προστάτη του, το ξεπούλημα των πόρων της χώρας και την καθήλωση της στην αγροτική παραγωγή. Μεταπρατικές πρακτικές, ασθενής εκβιομηχάνιση και κολοβός μιμητισμός των “δυτικών προτύπων”, ήταν τα απόνερα που θα κολυμπούσε η αστική τάξη της χώρας.

Από την άλλη, ο ελληνικός λαός, με τη δουλειά του, τον ιδρώτα του, το φιλότιμό του, το πολυμήχανο του χαρακτήρα του, τη φιλομάθειά του, την υπομονή και την επιμονή του, καλυτέρευε τη ζωή του, μαζί και τη Χώρα, και έδινε έτσι ανάσα και ελπίδα σε όλους. Όσες φορές χρειάστηκε, και είμαι σίγουρος και όσες χρειαστεί, πολέμησε για την Ελευθερία, τη Δημοκρατία και τα Δίκαια της Πατρίδας, ακόμη και όταν όλοι οι άλλοι “είχαν γονατίσει”. Ανέχτηκε βασιλιάδες, δικτατορίες, πολιτικούς και πολιτικάντηδες, αλλά στο τέλος, πάντα σήκωνε το Ανάστημα του σε ντόπιους και ξένους δυνάστες. Και επειδή, κοντά σ’ αυτά, την ποίηση, τις τέχνες, τα γράμματα, τη μουσική, τα λαϊκά τραγούδια, τις επιστήμες, τον πολιτισμό δεν μπόρεσε ποτέ το επίσημο κράτος να τα “βάλει στο χέρι”, μεγαλούργησε εκ νέου και διατράνωσε ότι, η ΕΛΛΑΔΑ, είναι και θα παραμείνει, “Παγκόσμιο Ηθικό Μέγεθος”. Αυτήν την Πατρίδα γιορτάζει ο Ελληνικός Λαός, αυτή η Πατρίδα γιορτάζει 200 χρόνια διαρκούς επανάστασης.

Υποσημειώσεις

[1] Αυτή είναι η παγκόσμια πρακτική που επικρατεί, ιδίως σήμερα, με διάφορες μορφές: Την ανταλλακτική αξία-τιμή ενός χάρτινου νομίσματος, την εγγυάται και την μετράει ένα άλλο, που με τη σειρά του στηρίζει και στηρίζεται στο πρώτο. “Η γάτα κυνηγάει την ουρά της.” Κι’ αν την πιάσει, πάλι για τη γάτα και την ουρά της θα πρόκειται. Ειδικότερα: Οι Κεντρικές Τράπεζες που εκδίδουν το όποιο νόμισμα, προκρίνουν τη φερεγγυότητά του μέσα από χρηματικά διαθέσιμα που κατέχουν σε άλλα νομίσματα (ή ισχυρίζονται ότι διαθέτουν με τη μορφή εγγυήσεων, ότι δηλαδή αν τα χρειαστούν θα τους τα δώσουν οι εγγυητές), ομόλογα (τίτλος που αποδεικνύει σύναψη δανείου) χωρών και πάσης φύσεως χρηματοπιστωτικούς τίτλους και απαιτήσεις που έχουν σε βάρος τρίτων, που με τη σειρά τους οι τελευταίοι, έχουν σε βάρος άλλων Κεντρικών και ιδιωτικών τραπεζών, και ούτω καθεξής, με τον κύκλο να χαράσσεται ξανά και ξανά. Και όταν αυτό δε φτάνει, οι ίδιες οι χώρες εγγυούνται τα χρηματικά αποθέματα των τραπεζών, απλώς, με τέτοια δήλωσή τους.

[2] Ο τότε πρωθυπουργός Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης συνέλαβε και εφήρμοσε ένα σύστημα, άμεσου και αναγκαστικού δανεισμού ως προς όλους, αφού, μετά το μέτρο, μόνο μισά χαρτονομίσματα μπορούσαν να κυκλοφορούν. Έτσι, “φαινόταν προς τα έξω”, ότι το Κράτος δανείστηκε χρήμα, και όχι ότι έκοψε χρήμα χωρίς τις συνηθισμένες εγγυήσεις άλλου ξένου χάρτινου χρήματος, που απαιτούσε και απαιτεί, η επιφάνεια της πίστης στη διεργασία. Το μέτρο επαναλήφθηκε και το 1926, πάλι με επιτυχία.

[3] Την 31η Μάιου 1951 εκδηλώνεται στρατιωτικό πραξικόπημα με την κατάληψη των Παλαιών Ανακτόρων, του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και άλλων δημόσιων κτηρίων. Η εξέλιξή του ματαιώνεται με την παρέμβαση του Παπάγου. Οι πρωταίτιοι, αμνηστεύθηκαν και αποστρατεύτηκαν. Ουδέποτε διεξήχθη δίκη και τελικά επανήλθαν στο στράτευμα. Ένας απ’ αυτούς, ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.

[4] Η Hypo Real Estate, το 2009 έλαβε 142 δις ευρώ εγγυήσεις από το γερμανικό δημόσιο για να αποφύγει την πτώχευση, ενώ απόθεσε τα τοξικά της απόβλητα, ύψους ακόμη 210 δις ευρώ, στον “κρατικό σκουπιδοτενεκέ” Soffin. Στη Γερμανία, εξαιρέθηκαν 3.000 χρηματοοικονομικά ιδρύματα από τις ελεγκτικές δικαιοδοσίες της ΕΚΤ και ενώ δημόσιο και ιδιωτικό χρέος της Γερμανίας ανέρχεται στο 241% του γερμανικού ΑΕΠ, που με τη σειρά κινείται στα 3,5 τρισεκατομμύρια ευρώ. Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο, συνεργάστηκαν για να διασώσουν από την πτώχευση τις βέλγικες Fortis και Dexia, τεράστιες χρηματοοικονομικές επενδυτικές εταιρείες. Μια μόνο τράπεζα στην Ιταλία, η banca Modena di Sienna, έλαβε 450 δις ευρώ εγγυήσεις. Η Ολλανδική ING, έλαβε 10 δις ευρώ σε μετρητά και 21,6 ευρώ σε εγγυήσεις. Δημόσιο και ιδιωτικό χρέος των ΗΠΑ ανέρχεται στο 268% του ΑΕΠ τους (7,5 και πλέον τρις δολάρια), της Ιαπωνίας σε 456%, της Μ. Βρετανίας σε 322%, της Γαλλίας σε 321%. Ο λαός της Χώρας μας, λοιπόν, σε σχέση με το ΑΕΠ της (γιατί αυτό το συγκριτικό στοιχείο αρέσκονται να χρησιμοποιούν οι δανειστές), χρωστά πολύ λιγότερα από τους περισσότερους που μας “κουνούν το δάκτυλο”. Για το ίδιο έτος, 2010, το χρέος των νοικοκυριών της Ελλάδας ανερχόταν σε 65% του ΑΕΠ της, της Γερμανίας σε 64%, της Μ. Βρετανίας σε 106% και της Ολλανδίας σε 130%. Το αντίστοιχο δε χρέος των επιχειρήσεων της Γερμανίας σε 100% του ΑΕΠ της, της Ελλάδας σε 65% της Μ.Βρετανίας σε 126% και της Ιαπωνίας σε 161%. Μόνο τρεις χώρες της ευρωζώνης κινούνται “κοντά” στις απαιτήσεις του Μάαστριχ (δημόσιο χρέος μικρότερο του 60% του ΑΕΠ) αλλά με υπέρογκο ιδιωτικό χρέος που ανά πάσα στιγμή, αν το εγγυηθεί η χώρα, μετατρέπεται σε δημόσιο, ήτοι: Σουηδία, Φιλανδία, Δανία και Νορβηγία κινούνται στο 58-65% σε τιμές του 2010 (με συνολικό, όμως, δημόσιο και ιδιωτικό χρέος από 270% έως 340% του ΑΕΠ τους), ενώ ακολουθούν Γερμανία, Μ.Βρετανία, Βέλγιο, Αυστρία, Γαλλία κλπ, από 77% έως 115%. (Πηγή ΟΟΣΑ)

[5] Η σύγχυση, εσκεμμένη ή όχι, αρχίζει να γίνεται εμφανής: Μνημόνια και δανειακές συμβάσεις συμπλέκονται μεταξύ τους και συνιστούν ολότητες διεθνών συμφωνιών: το μνημόνιο υπαγορεύει τι πρέπει να κάνεις για να πάρεις τις δόσεις του δανείου, ενώ δόσεις χωρίς τήρηση του μνημονίου (που αξιολογείται μονομερώς από τους δανειστές) δεν πρόκειται να λάβεις.

[6] Με άρθρο τους στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής της 01.03.2015, οι συνταγματολόγοι Γιώργος Κασιμάτης και Γιώργος Κατρούγκαλος (ο οποίος και συμμετέχει σ’ αυτήν την 1η κυβέρνηση), προσπαθούν να σώσουν την “κατάσταση”. Σηματοδοτούν ότι δεν πρόκειται για κάποια συμφωνία που θα δεσμεύσει, αλλά απλώς για “διαπραγματευτικό λόγο”.

[7] “ΑΝΙΚΗΤΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ” Γιάνη Βαρουφάκη, σελ.388-398, εκδόσεις Πατάκη

[8] “ΑΝΙΚΗΤΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ” Γιάνη Βαρουφάκη, σελ.748-751, εκδόσεις Πατάκη

[9] “ΑΝΙΚΗΤΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ” Γιάνη Βαρουφάκη, σελ.750, εκδόσεις Πατάκη

[10] “ΑΝΙΚΗΤΟΙ ΗΤΤΗΜΕΝΟΙ” Γιάνη Βαρουφάκη, σελ.749, εκδόσεις Πατάκη

[11] Όλη η βιομηχανία της Γερμανίας στηρίζεται σε ηλεκτρισμό που παράγεται κατά κανόνα από λιγνίτη και άλλα ορυκτά. Οι ανεμογεννήτριες, ενεργούν δευτερεύοντα ρόλο και συμπληρώνουν διαφημιστικά το οικολογικό προφίλ της χώρας.

[12] Πρόκειται για παγκόσμια πρωτοτυπία. Πουθενά σ’ όλο τον Κόσμο, καμιά κυβέρνηση δεν έχει εγγυηθεί σε τέτοιους οργανισμούς ότι θα τους πληρώσει η ίδια, αν δεν ευοδωθεί το κερδοσκοπικό τους σχέδιο σε βάρος των πολιτών της!

  • Βασιλης
    Απάντηση
    13 Ιουνίου 2021 11:45 ΠΜ

    Ένα πολύ συνοπτικό αλλά ολοκληρωμένο κείμενο που δίδει χωρίς πολλά λόγια σε έναν απλό άνθρωπο να καταλάβει πολλά για την πορεία ενός λαού καθενός έθνους.
    Ο πατριωτισμός βρίσκεται παντού, το θέμα είναι ποιος τον βλέπει .
    Τα ίδια πράγματα με άλλη μορφή επαναλαμβάνονται στην ιστορία .

    Αφήστε ένα σχόλιο