Γίνε Μέλος
Ανάλαβε Δράση
Ενίσχυσέ Μας
Ανακοινώσεις
Εκδηλώσεις
Αρθρογραφία
Επικοινωνία
Menu Icon
Layout Image

“Εις Σάμον”: Το κίνημα των Καρμανιόλων

25 Μαρτίου 2021 8:35 ΜΜ

[vc_row][vc_column][vc_raw_html]JTNDJTIxLS0lMjB3cCUzQWF1ZGlvJTIwJTdCJTIyaWQlMjIlM0E0Mjk4MiU3RCUyMC0tJTNFJTBBJTNDZmlndXJlJTIwY2xhc3MlM0QlMjJ3cC1ibG9jay1hdWRpbyUyMiUzRSUzQ2F1ZGlvJTIwc3JjJTNEJTIyaHR0cHMlM0ElMkYlMkZ3d3cuZXBhbWhlbGxhcy5nciUyRmVpcy1zYW1vbi1vZGklMkYlMjIlMjBjb250cm9scyUzRCUyMmNvbnRyb2xzJTIyJTNFJTNDJTJGYXVkaW8lM0UlM0MlMkZmaWd1cmUlM0UlMEElM0MlMjEtLSUyMCUyRndwJTNBYXVkaW8lMjAtLSUzRSUwQSUzQ3AlM0UlM0NpJTNFJUNFJTk4JUNFJUFEJUNFJUJCJUNFJUI1JUNFJUI5JTIwJUNFJUIxJUNGJTgxJUNFJUI1JUNGJTg0JUNFJUFFJUNFJUJEJTIwJUNFJUJBJUNFJUIxJUNFJUI5JTIwJUNGJTg0JUNGJThDJUNFJUJCJUNFJUJDJUNFJUI3JUNFJUJEJTI2bmJzcCUzQiVDRSVCNyUyMCVDRSVCNSVDRSVCQiVDRSVCNSVDRiU4NSVDRSVCOCVDRSVCNSVDRiU4MSVDRSVBRiVDRSVCMSUyQyUzQyUyRmklM0UlMjZuYnNwJTNCJUNFJUIyJUNFJUJCLiUyMCUzQ2ElMjBocmVmJTNEJTIyaHR0cHMlM0ElMkYlMkZ3d3cuZXBhbWhlbGxhcy5nciUyRm9pLXN5bnRlbGVzdGVzLW1veXNpa295LXRoZW1hdG9zLXRoZWxlaS1hcmV0aW4tdG9sbWluLWVsZXl0aGVyaWElMkYlMjIlM0UlQ0UlQjUlQ0UlQjQlQ0YlOEUlM0MlMkZhJTNFJTIwJUNGJTg0JUNFJUJGJUNGJTg1JUNGJTgyJTIwJUNGJTgzJUNGJTg1JUNFJUJEJUNGJTg0JUNFJUI1JUNFJUJCJUNFJUI1JUNGJTgzJUNGJTg0JUNFJUFEJUNGJTgyJTIwJUNGJTg0JUNFJUI3JUNGJTgyJTIwJUNFJUJDJUNFJUI1JUNFJUJCJUNGJTg5JUNFJUI0JUNFJUFGJUNFJUIxJUNGJTgyJTNDJTJGcCUzRQ==[/vc_raw_html][vc_column_text]Το κίνημα των Καρμανιόλων ήταν ένα λαϊκό επαναστατικό κίνημα που εκδηλώθηκε στη Σάμο πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Δεν ήταν η μοναδική περίπτωση όπου υπήρξε απόπειρα των χαμηλών στρωμάτων (αγροτών, τεχνιτών, ναυτικών) να εξεγερθούν ενάντια στους Οθωμανούς εγκαθιδρύοντας μορφές λαϊκής εξουσίας, σε κάθε περιοχή όμως της επαναστατημένης Ελλάδα που συνέβη αυτό, η αντίδραση των προκρίτων υπήρξε άμεση. «Αυτό συνέβη στην Ύδρα με τον ναύκληρο Αντώνη Οικονόμου που ηγήθηκε της εξέγερσης των Υδραίων (Μάιος 1821) και κυνηγημένος από τους ντόπιους προεστούς με επικεφαλής τον Σαχτούρη βρήκε καταφύγιο στο Μοριά όπου τελικά δολοφονήθηκε. Στην εξέγερση της Πάτρας (Μάρτιος 1821) ηγήθηκε αρχικά ο τσαγκάρης Παναγιώτης Καρατζάς, ο οποίος τελικά δολοφονείται από άνδρες του μεγαλοκοτζαμπάση Α. Ζαΐμη γιατί αρνήθηκε να υποταχτεί στην εξουσία του. Στην Αθήνα και την Αττική ηγέτης της εξέγερσης (Απρίλης 1821) ήταν ο αγρότης και Φιλικός Μελέτης Βασιλείου, ο οποίος κυνηγήθηκε τελικά από τους ντόπιους κοτζαμπάσηδες και δολοφονήθηκε στην Εύβοια. Ανάλογες εξελίξεις είχαμε με τους «καρμανιόλους» στη Σάμο υπό την ηγεσία του Λυκούργου Λογοθέτη, στην Άνδρο με το «λαϊκούς» υπό την ηγεσία του αγρότη Μπαλή, κ.ά.» (βλ. Σχετικά με ορισμένους μύθους για την Επανάσταση του 1821 υποσημ. 39).

Στη Σάμο, τα καταδυναστευόμενα λαϊκά στρώματα των πληβείων εξεγείρονταν, κατά καιρούς, πολύ πριν από το 1821, ενάντια στον οθωμανικό ζυγό και τους προεστούς που συνεργάζονταν άψογα με τους Τούρκους. Το όνομα το ενστερνίστηκε η φτωχολογιά του νησιού από τον «χορό της καρμανιόλας» του εξεγερμένου γαλλικού λαού κατά τη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης.

Το κίνημα των Καρμανιόλων έχει καταγραφεί ως η αντιπροσωπευτικότερη κοινωνική επανάσταση πληβειακού στοιχείου στην ιστορία. Αποτελεί την πληρέστερη και πιο συνειδητή έκφραση της εκ παραλλήλου εθνικής και ταξικής στόχευσης του αγώνα της παλιγγενεσίας, θεσμοθετώντας διευρυμένη συμμετοχή του λαού στη νομοθετική εξουσία επί σειρά ετών και με επίτευξη των στόχων του σε βαθμό πιο ολοκληρωμένο ακόμη και από τη γαλλική επανάσταση.

Η ιδιαίτερα κατατοπιστική εργασία της Ελένης Γούλα που ακολουθεί, περιδιαβαίνει στα γεγονότα που διαμόρφωσαν αυτό το κίνημα. Η Ελένη Γούλα είναι καθηγήτρια Μ.Ε. και Αρχαιολόγος, μέλος του ΕΠΑΜ Σάμου.

της Ελένης Γούλα

Καρμανιόλοι & επανάσταση του 1821 στη Σάμο

Σάλπιγγα μεγαλόφθογγος «οι Σάμιοι», κράζει, «οι Σάμιοι», και ιδού τα πόδια τρέμουσι μυρίων ανδρών και αλόγων θορυβουμένων.

«Οι Σάμιοι»· – και εσκορπίσθησαν των απίστων αι φάλαγγες. –  Α, τί, ω δειλοί, δεν μένετε να ιδείτε, αν το σπαθί μας κοπτερόν είναι;

Έρχονται, πάλιν έρχονται χαράς ημέραι, ω Σάμος· το προμηνύουν οι θρίαμβοι πολλοί και θαυμαστοί,  που σε δοξάζουν.

Νήσος λαμπρά ευδαιμόνει· ότε η δουλεία σε αμαύρωνε, σ’ είδον· άμποτε νά ’λθω να φιλήσω το ελεύθερον ιερόν σου χώμα.

Εάν φιλοτιμούμεθα να την ξαναποκτήσωμεν μ’ ίδρωτα και με αίμα, καλόν είναι το καύχημα της αρχαίας δόξης.

“Εις Σάμον” Ανδρέα Κάλβου, Ωδή τετάρτη (απόσπασμα)

α) Εποικισμός Σάμου 16ος αι. – Οθωμανική κυριαρχία

Η Σάμος πέρασε στην οθωμανική κυριαρχία τον 15ο αι. (1479-80). Εξαιτίας πειρατικών επιδρομών και επιδημιών, όπως η πανώλη, το νησί ερημώνεται. Οι Γενοβέζοι, που κατείχαν τότε το νησί, μεταφέρουν τους κατοίκους του στη Χίο. Το νησί σχεδόν ερημώνεται από κατοίκους, εκτός ίσως από ελάχιστους που διαμένουν στις ορεινές περιοχές του Κέρκη. Η ερήμωση διαρκεί έναν περίπου αιώνα. Μετά τα μέσα του 16ου αι., η Υψηλή Πύλη εφαρμόζει την εποικιστική της πολιτική στο Αιγαίο επιδιώκοντας την αποσυμφόρηση των πυκνοκατοικημένων περιοχών, την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της στην περιοχή και κυρίως τον έλεγχο του θαλάσσιου δρόμου Κωνσταντινούπολης – Αλεξάνδρειας. Σε αυτό το πλαίσιο αναθέτει την ευθύνη του εποικισμού της Σάμου (1571-1577) στον αρχιναύαρχο (kapudan pasa) του οθωμανικού στόλου, Κιλίτζ Αλή πασά (Kilic Ali), στον οποίο παραχωρήθηκαν τα φορολογικά εισοδήματα του νησιού μέχρι το θάνατό του. Στη συνέχεια το νησί έγινε βακούφι (1584-1587), αφιερωμένο σε μουσουλμανικό τέμενος της Κωνσταντινούπολης που είχε ιδρύσει ο αρχιναύαρχος. Ο Κιλίτζ Αλή παραχώρησε μια σειρά προνόμια σε όσους χριστιανούς έπαιρναν την απόφαση να εποικίσουν τη Σάμο: είχαν τη δυνατότητα να καταλάβουν εδάφη προς καλλιέργεια, φορολογική ατέλεια για επτά χρόνια, απαλλαγή από το φόρο της δεκάτης έναντι της κατ’ αποκοπήν πληρωμής 45.000 γροσίων και άλλα.

Η Σάμος εποικίζεται με κατοίκους από διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου, η προέλευση των οποίων απηχείται στην ονομασία αρκετών χωριών: Πύργος, Μυτιληνιοί, Αρβανίτες, Βουρλιώτες, Φούρνοι. Την ίδια περίοδο (16ος αι.) χτίζονται εντυπωσιακά μοναστήρια στην περιοχή μας, αποτύπωμα της θρησκευτικής πίστης των νέων κατοίκων. Η Μονή της Μεγάλης Παναγιάς στην περιοχή των Κουμαραδαίων, η Μονή του Τιμίου Σταυρού στους Μαυρατζαίους, η εκκλησία του Χριστού στον Παγώνδα. Τα χριστιανικά μνημεία επανεμφανίζονται μετά από ένα μεγάλο κενό, τριών περίπου αιώνων, από τον 13ο αι. (1225-1304) όπου ανήκουν ελάχιστα βυζαντινά μνημεία

Με την περίοδο αυτή του εποικισμού συνδέεται ο Πύργος του Σαρακίνη στην περιοχή του Ηραίου. Ο Σαρακίνης ήταν πηδαλιούχος (καπετάνιος) του Κιλίτζ Άλι, ο οποίος του κληροδότησε τη γη γύρω από το Ηραίο. Εκεί έχτισε στα 1577  μια οχυρωμένη κατοικία, τον Πύργο του, και κάπου 25 χρόνια αργότερα χτίστηκε και μια εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Σύμφωνα με διαθήκη του ίδιου του Σαρακίνη, και καθώς αυτός ο ίδιος δεν απέκτησε άρρενες κληρονόμους, ο Πύργος και τα συνανήκοντα οικοδομήματα περιήλθαν στη μονή του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο (γνωστό στις πηγές ως «Μετόχι της Κολόνας» ή «Μεγάλο Μετόχι», ή «Μετόχι του Πύργου»). Εκτός από την Μονή της Πάτμου (που είχε άλλα τρία μετόχια στη Σάμο), Μετόχια  στο νησί διέθετε και η Μονή του Σινά (περίπου είκοσι). Τα Μετόχια αυτά δέσποζαν με την παρουσία τους στο νησί και κατείχαν μεγάλο αριθμό εκτάσεων, που καλλιεργούσαν οι σαμιώτες χωρικοί των γύρω χωριών.

Στις αρχές του 17ου αιώνα εκτιμάται ότι ο πληθυσμός δεν ξεπερνούσε τις 10.000 κατοίκους και ότι είχαν διαμορφωθεί τα περισσότερα χωριά, συνολικά 18. Ειδικότερα σε χάρτη του 1700, σημειώνονται στο νησί 17 οικισμοί (Τηγάνι, αρχαία πόλη, Χώρα, Μυτιληνιοί, Σπαθαραίοι, Αρβανίτες, Μύλοι, όρμος του Μουλά Μπραήμ, Καρλόβασι, Παλαιόκαστρο, Φούρνοι, Βαθύ, Πλάτανος, Καστανιά, Παγώνδας, Λέκκα και το Κάστρο Βουρλιωτών) και εννέα μοναστήρια (Αγ. Νικόλαος στο Τηγάνι, Σπηλιανή, Μονή προφήτη Ηλία, Παναγιά του Βροντά, Μονή Παναγίας των πέντε σπιτιών, Μονή Σταυρού, Παναγία Φανερωμένη, Παναγία στο Κακοπέρατο κι ένα ξωκλήσι του προφήτη Ηλία).

Όμως οι χριστιανοί καλλιεργητές (reaya) δεν είναι ιδιοκτήτες της γης που καλλιεργούν, είχαν μόνο το δικαίωμα της υπό όρους χρήσης και εκμετάλλευσης. Η αρόσιμη γη ανήκει στο βακούφι. Τα εκτεταμένα πευκοδάση και οι βοσκότοποι αποτελούν δημόσια γη. Η πλήρη κυριότητα των Σαμίων περιορίζεται στα «μούλκια» (ιδιόκτητα κτήματα: σπίτια, αμπέλια, κήποι, σύδενδρα).

Ο όρος «βακούφι» νομικά δηλώνει ότι η κυριότητα μιας περιουσίας παραχωρείται, αφιερώνεται στον θεό, και τα έσοδα από την  χρήση της  διατίθενται για κοινοφελείς σκοπούς. Τα βακούφια ήταν αντικείμενα εκτός συναλλαγής με αναπαλλοτρίωτο χαρακτήρα. Επειδή, λοιπόν, η αρόσιμη γη ανήκε στον «ιδιοκτήτη» της γης, για να είναι έγκυρη και νόμιμη κάθε αγοραπωλησία, ο καλλιεργητής έπρεπε να προπληρώσει έναν φόρο (το ταπού), ώστε να αποκτήσει το δικαίωμα της υπό όρους χρήσης και εκμετάλλευσης της γης που καλλιεργούσε (tarasuf). Το δικαίωμα αυτό ήταν μεν ισόβιο, υπό τον όρο ότι ο καλλιεργητής είναι συνεπής στην εκπλήρωση των δημοσιονομικών του υποχρεώσεων και στη συνεχή εκμετάλλευση της γης, αλλά δεν μπορούσε να παραχωρηθεί σε άλλους, εκτός κι αν κληροδοτούνταν  από τον πατέρα στους γιους του. Αν δεν καταβαλλόταν  το «ταπού» ή αν η αρόσιμη γη έμενε για κάποιο λόγο ακαλλιέργητη, επέστρεφε στο βακούφι. Το ίδιο συνέβαινε και με τις ιδιοκτησίες γυναικών που χήρευαν.

ομολογό και φανερόνο εγό η μαριά του ποτέ μανόλι γεωργάκη η κόρι ότι πος πουλό στον ξάδελφό μου του σταμάτη το μησό χοράφι ης τον άγιονδιμήτρι το ωπήον χοράφη το πολλό διά γρόσια τον αριθμόν ήκοσι ένα μαζή με το παιληώ κάλήβο όπου ήνε ης το παληώ χόρι: Κος έλαβα τα άσπρα μου εγό η μαριά από τον άνοθεν σταμάτη ευχαριστημένα σόα και ανεπηπές […] κί να ήνε ήδιος νικοκίρις να το εξοσηάζη να κάνη τεστεκαρέ (σ.σ.: τεσκερέ = συμβόλαιο) ης τον βουβούντα (σ.σ.: βοεβόδα) του κατά κήρου. Και δια το άληθές έγηνετο παρόν εμπροσθεν τον ηπό κάτοθεν γεγραμένον μαρτρήρον και διαβεβέοσην της αληθίας έγινε βαζο και τον ομολογό μου ήγον το δάκτίλον μου.
1777 εν μηνί δικεμβρίου 25
[…] Παπαχατζής γράφο και μαρτιρό τα άνοθεν»

(Αδημοσίευτο έγγραφο από ιδιωτικό αρχείο Βουρλιωτών. Πηγή Ιστορικό Αρχείο Σάμου).

Την είσπραξη αυτών των φόρων, όπως κι όλων των φορολογικών προσόδων εν γένει, την επέβλεπε ο Βοεβόδας. Αυτός ήταν Οθωμανός αξιωματούχος της διοίκησης, αντιπρόσωπος του «κυρίου της γης», και ήταν υπεύθυνος για την «εκτέλεση του νόμου», δηλαδή την διοίκηση, την τήρηση της ασφάλειας και την επίβλεψη των οικονομικών δραστηριοτήτων. Ήταν επίσης, ο εκμισθωτής του συνόλου των φορολογικών προσόδων του νησιού κι επέβλεπε τις αγοραπωλησίες, τις ενοικιάσεις, κι εν γένει τις μεταβιβάσεις της βακουφικής γης. Η παρουσία του στη Σάμο μαρτυρείται από το 1609 ή 1619 ως το 1820 κι ή έδρα του ήταν στη Χώρα.

Επίσης, επί τουρκοκρατίας, αρκετοί χριστιανοί καλλιεργητές δώριζαν (ή τα ψευτοπουλούσαν) σε κάποιο μοναστήρι τα κτήματά τους προκειμένου να τα διασφαλίσουν, γιατί η περιουσία μιας χήρας (έστω κι αν είχε παιδιά), μιας άτεκνης οικογένειας, ή μιας οικογένειας χωρίς άρρενες κληρονόμους – στα κορίτσια κληρονομούνταν αμπέλια, ελιές και κήποι-, καθώς και τα ακαλλιέργητα κτήματα (βερέμια) επιστρέφονταν στον βοεβόδα.  Ένας άλλος λόγος που πρόσφεραν τα κτήματά τους στα μοναστήρια ήταν για να τα προστατέψουν από την αυθαίρετη και τοκογλυφική στάση των τοπικών αρχόντων γαιοκτημόνων (προυχόντων), συνεργαζόμενοι με τους Οθωμανούς αξιωματούχους (βοεβόδα, Καδή, ζαμπίτη, εκμισθωτή προσόδων, διαχειριστή βακουφίου ή κάποιον εκπρόσωπό τους), που συχνά οδηγούσε αρκετούς μικροκαλλιεργητές να χάσουν τη γη τους λόγω χρεών.

Η συνήθεια χριστιανοί πιστοί να αφιερώνουν ή να δωρίζουν κτήματα, και άλλα περιουσιακά στοιχεία, σε μοναστήρια είναι πολύ παλιά, ανάγεται στα χρόνια του βυζαντίου και συνδέεται με το θεσμό του αδελφάτου που διατηρήθηκε ως και τον 18ο αι. Υπάρχουν αφιερώσεις περιουσίας που γίνονται χωρίς όρους (τέλειες) ή υπό όρους (ατελείς) και αποβλέπουν πρωτίστως στην ψυχική σωτηρία του πιστού. Με τις υπό όρους αφιερώσεις όμως οι πιστοί εξασφάλιζαν επίσης, εκτός από το να μνημονεύονται στις λειτουργίες, και τη διαβίωσή τους, με είδη διατροφής (σιτάρι, λάδι, βούτυρο, μέλι, τυρί, όσπρια, «μαγείρεμα»), ένδυσης (ρούχα, παπούτσια), ή σπανιότερα και χρήματα. Σε περιόδους αστάθειας και αβεβαιότητας λόγω πολιτικών και πολεμικών γεγονότων, οι χριστιανοί εξασφάλιζαν έτσι μια σταθερή σε είδος σύνταξη, ως το τέλος της ζωής τους. Από την άλλη τα μοναστήρια ενισχύουν τη θέση τους στην κοινωνία, καλύπτοντας ταυτοχρόνως ανάγκες υπαρκτές και ενίοτε επιτακτικές, αδύναμων μελών του κοινωνικού σώματος. Διαμορφώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο μια σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ των μοναστηριών και του κοινωνικού περίγυρου.

Η διοίκηση της Σάμου επί οθωμανικής κυριαρχίας στηρίζεται, όπως αναφέρεται για πρώτη φορά σε οθωμανικό έγγραφο του 1610, στην κοινοτική οργάνωση· ένα σύστημα που εικάζεται ότι υπήρχε από τα τέλη του 16ου αι. και στο οποίο  η σουλτανική ηγεσία είχε παραχωρήσει αρχικά σημαντικά προνόμια, όπως τη δυνατότητα αυτοδιοίκησης του νησιού, την οργάνωση της οικονομικής ζωής, τη διαχείριση των τοπικών ιδιωτικών εννόμων σχέσεων. Από τον 17ο αι. όμως, περιορίστηκαν τα προνόμια με το διορισμό Τούρκων αξιωματούχων στο νησί και το κοινοτικό σύστημα υποτάχτηκε  ουσιαστικά στην Οθωμανική διοίκηση. Από το 1623, με την εγκατάσταση αρχιεπισκόπου, ο οποίος είχε εκτεταμένη δικαστική δικαιοδοσία για τις διαφορές μεταξύ των χριστιανών, το διοικητικό σύστημα της Σάμου παγιώθηκε έχοντας ως άξονες τους Τούρκους αξιωματούχους, τους προεστούς και την Εκκλησία.

Η Οθωμανική εξουσία εκπροσωπείται από τον Βοεβόδα ή αγά (εκμισθωτής των φορολογικών προσόδων του νησιού), τον καδή ή Ναϊπη, δηλαδή τον δικαστή, τον Σούμπαση (υποδιοικητής) και λίγους ζαπτιέδες ή ζαμπίτηδες (βοηθούς). Πρωτεύουσα του νησιού είναι η Χώρα, όπου έχει την έδρα της η οθωμανική διοίκηση. Ο Βοεβόδας και ο Καδής  μένουν στα «μπεηλήδικα κονάκια».  Ένα  ιδιαίτερο κατάστημα, ο «μεχκεμές» χρησιμοποιείται ως Δικαστήριο και υπάρχει και φυλακή (χάψη). Στο Καρλόβασι υπάρχει «κονάκι» για τον σούμπαση (τον υποδιοικητή)  και τους βοηθούς του. Παράλληλα προς την οθωμανική εξουσία λειτουργεί το αυτοδιοικητικό σύστημα. το οποίο συγκροτούν: α) Οι τρεις «Μεγάλοι Προεστοί» που κατοικούν σε ιδιαίτερο δημόσιο οίκημα στη Χώρα, και β) οι «Μικροί Προεστοί» που υπήρχαν σε κάθε κωμόπολη και χωριό (ένας στα μικρότερα χωριά και τρεις στα μεγαλύτερα: Καρλόβασι, Βαθύ, Μαραθόκαμπο, Παγώνδα, Χώρα, Μυτιληνιούς, Βουρλιώτες, όπου υπήρχε κι ένα ιδιαίτερο κατάστημα του Κοινού). Οι Προεστοί παίρνουν ετήσιο μισθό κι εκλέγονται από Σύνοδο εκπροσώπων των χωριών. Στη Χώρα, κατά «παλαιά συνήθεια» συγκεντρώνονταν στις αρχές Μαρτίου κάθε χρόνο οι αντιπρόσωποι των 18 χωριών και συγκροτούσαν Συνέλευση (θεσμός της Συνόδου). Έργο της Συνέλευσης ήταν ο έλεγχος της ετήσιας διαχείρισης των εσόδων – εξόδων του τόπου, η κατανομή του κεφαλικού φόρου, η εκλογή νέων  «Μεγάλων Προεστών» και η λήψη αποφάσεων για γενικότερα θέματα που μπορεί να αντιμετώπιζε το νησί. Το σύστημα αυτό είχε παγιωθεί κατά την πάροδο του χρόνου και αποτελούσε πια, στις αρχές του 19ου αι., οργανικό στοιχείο της κοινής αντίληψης, ή αλλιώς «ιστορικό φορτίο πολιτισμικής συμπεριφοράς» των κατοίκων του νησιού, και ο πιο σημαντικός θεσμός στη συνείδησή τους ήταν αυτός της Συνόδου.

Ο πληθυσμός, όμως, του νησιού έχει καθηλωθεί σε πολύ μεγάλη φτώχεια εξαιτίας των επαχθών φόρων: οι αποδεκατώσεις των προϊόντων γης, οι τελωνιακοί δασμοί (κουμέρκια), τα ποινικά πρόστιμα (ντζερεμέδες), οι αγγαρείες, τα έκτακτα «δοσίματα», τα πεσκέσια, τα «ρεσίμια» (δικαστικά τέλη). Μόνιμος συγκάτοικος του αγρότη είναι η αμάθεια, οι προλήψεις, η ανασφάλεια, η ανέχεια και ο φόβος του Τούρκου υπαλλήλου. Τον λαό απομυζούν οι Οθωμανοί ενοικιαστές των προσόδων  που αντλούσαν πόρους, νόμιμα ή τις περισσότερες φορές αυθαίρετα, από μια οικονομία χαμηλής στάθμης στηριζόμενη κυρίως στη γεωργική παραγωγή. Μεγαλύτερη όμως αυθαιρεσία κι αναλγησία φαίνεται πως επιδείκνυαν οι εγχώριοι άρχοντες που συνεργάζονταν με την οθωμανική διοίκηση, δηλαδή οι Μεγάλοι Προεστοί βοηθούμενοι από τους «κατά χωρία μικρούς προεστούς». Λειτουργούσαν ως μεσότοιχος μεταξύ του λαού και της κυρίαρχης εξουσίας κερδοσκοπώντας εις βάρος των φτωχών συγχωριανών τους, και στα ταραγμένα χρόνια των αρχών του 19ου αι. καταγράφονται στη λαϊκή συνείδηση ως «Καλικάντζαροι», όπως καταγράφονται στο λαϊκό έμμετρο χρονικό του Αναγνώστη Σαλαμαλέκη:

Έτζι έκαναν μερικοί σαν τους ανθρωποφάγους
Και οι πτωχοί εψήνονταν στους ήλιους και στους πάγους.
Λοιπόν αυτά εγίνονταν από περίσσια χρόνια
Τρώγαν το αίμα των πτωχών σαν τα κακά τελώνια.

Η μεγάλη μάζα του πληθυσμού, διασκορπισμένη στα χωριά ή σε ασήμαντους οικογενειακούς οικισμούς, καλλιεργεί τη γη με ησιόδεια μέσα και την ανθρώπινη δύναμη. Αμόρφωτη, ανυπεράσπιστη μπροστά στην αρρώστια, στις επιδημίες, στις καιρικές συνθήκες, στις αφορίες, στους Οθωμανούς αξιωματούχους· εξουθενωμένη από τα τακτικά και έκτακτα, νόμιμα ή αυθαίρετα φορολογικά βάρη και τα ποικίλα «δοσίματα». Η οικονομική αθλιότητα εκτρέφει την «αλληλεγγυότητα» μεταξύ γεωργών – παραγωγών που αναζητούν καταφύγιο στην χριστιανική πίστη και στην Εκκλησία.

Την ίδια περίοδο όμως στο νησί αναπτύσσεται η έως τότε ανύπαρκτη εμποροναυτική δραστηριότητα. Οι κύριοι παράγοντες που την ευνόησαν ήταν η Συνθήκη  του  Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), η οποία δίνει σε ελληνικά πλοία τη δυνατότητα μεταφοράς προϊόντων υπό ρωσική  σημαία, οι πόλεμοι μεταξύ Ισπανίας και Γαλλίας, καθώς και η αναστάτωση του έως τότε ισχύοντος εμπορικού δικτύου στη Μεσόγειο εξαιτίας των Ναπολεόντειων πολέμων. Εξαγωγές σαμιώτικων  προϊόντων, κρασιού, σταφίδας, λαδιού, καταλήγουν από τα ρωσικά λιμάνια ως τις ισπανικές και γαλλικές ακτές αποφέροντας τεράστια κέρδη. Προς τα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές του 19ου διαμορφώθηκαν πια οι παράλιες ζώνες εμποροναυτικής δραστηριότητας στο Νέο Καρλόβασι, στον κόλπο του Βαθιού, στο Ποτοκάκι ή Ποτάκι, στον Πάλο Κουμέϊκων και στη Σπηλιά Μαραθοκάμπου. Εκεί χτίστηκαν «μαγαζιά», αποθήκες ή εργαστήρια και εκεί συγκεντρώθηκε η καθημερινή ζωή καραβοκύρηδων, ναυτικών, εμπόρων, μεσιτών, τεχνιτών μαστόρων, καλφάδων και αγωγιατών.

β) Καρμανιόλοι: αρχές 19ου αι.

Διαμορφώνεται έτσι σταδιακά μια ολιγάριθμη ομάδα  ανθρώπων της θάλασσας και του εμπορίου που ερχόμενη σε επαφή με τα λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας γονιμοποιεί και απελευθερώνει τη σκέψη, συλλαμβάνοντας από τη μια το νόημα των ευρωπαϊκών αναστατώσεων και απ’ την άλλη τη δυνατότητα  εκμετάλλευσης των κερδοσκοπικών ευκαιριών που προσφέρουν οι πόλεμοι. Κατά τρόπο φυσιολογικό εισάγουν στο νησί όχι μόνο αγαθά αλλά και μία άλλη αντίληψη, σύμφωνα με το γενικότερο  ανατρεπτικό κύμα της Γαλλικής Επανάστασης.

Φώτισιν έδωσ’ο Θεός σ’ εκείνους πού ’χαν μύρια
Και άνοιξαν τα μάτια τους και τα μικρά παιδία (Σαλαμαλέκης σ. 443)

Οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης διαχέονται εύκολα στο νησί, όπου η «φτωχολογιά» ασκείται και εκτελεί, γελώντας, τον χορό της «Καρμανιόλας». Η επιχειρηματική δυναμική των καραβοκύρηδων, των εμποροναυτικών και των εμπόρων της ξηράς αντιμάχεται και συγκρούεται με τη στατική, κλειστή οθωμανική διοίκηση, με το παγιωμένο σύστημα Οθωμανών – Προεστών. Τα κέρδη που σωρεύονται τροφοδοτούν την επιθυμία για πολιτική ισχύ, κοινωνική καταξίωση και ανάληψη της διεύθυνσης των πραγμάτων. Τα ηθικά, υλικά, πολιτικά συμφέροντα της νέας ανερχόμενης κοινωνικής ομάδας συναντώνται με το «γογγυσμό της πτωχολογιάς» και δημιουργείται μια συμμαχία με ισχυρούς, ορατούς δεσμούς. Η έκρηξη του «κοινωνικού μίγματος» είναι αναμενόμενη.

Στις αρχές του 19ου αι. διαμορφώνεται στη Σάμο ένα πρωτοποριακό λαϊκό κίνημα, το κίνημα των Καρμανιόλων, με εθνικά και κοινωνικά επαναστατικά χαρακτηριστικά, που υποστηρίζεται ότι αποτελεί  μοναδικό υπόδειγμα για τον ελλαδικό χώρο. Θεωρείται ότι αυτό που δεν κατόρθωσε να επιτύχει ο ελληνικός διαφωτισμός, η ελληνική επανάσταση, η ελληνική κοινωνία,  πραγματώνεται σε αυτό το νησί, ακολουθώντας το ιδεολογικό όραμα του  Ρήγα Φεραίου και της Φιλικής Εταιρείας. Όμως, όχι μόνο η επαναστατημένη Ελλάδα δεν θα ακολουθήσει το σαμιακό πρότυπο, αλλά και η ίδια η Σάμος θα μείνει εκτός του ελλαδικού κράτους.

Το κίνημα των Καρμανιόλων εμφανίζεται  στις αρχές του 19ου αι.  ως αντίδραση των λαϊκών στρωμάτων στην καταπίεση των προκρίτων και των προεστών, οι οποίοι συμμαχούσαν ανοιχτά με την οθωμανική εξουσία. Οι Καρμανιόλοι, εκπρόσωποι των αρχών του διαφωτισμού και της λαϊκής κυριαρχίας, εμφανίζονται ως ομάδα με πολιτικές διεκδικήσεις στις αρχές του 19ου αι.. Έμποροι, καραβοκυραίοι και τεχνίτες συγκροτούν μια επαναστατική «μικροαστική» τάξη, η οποία θα λειτουργεί ως μια οιονεί «εθνική αστική τάξη». Εξ άλλου, τα εισοδήματά τους ήταν μάλλον μικρά, γι’ αυτό οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις ήταν περιορισμένες και οι «αστοί» βρίσκονταν πολύ κοντά στους τεχνίτες, τους ναυτικούς και τους αγρότες.

Το επαναστατικό κίνημα των Καρμανιόλων θα διεκδικήσει αφενός την αλλαγή της κοινωνικής κατάστασης αποσκοπώντας στην κατάκτηση  της κοινοτικής εξουσίας, και αφετέρου την απαλλαγή από τον τουρκικό ζυγό. Αντίπαλός τους η συντηρητική και παραδοσιακή παράταξη των προεστών, γνωστοί στις πηγές ως «καλικάντζαροι» που συνεργαζόμενοι με την οθωμανική διοίκηση καταδυνάστευαν το λαό. Η αντιπαράθεση σχηματοποιείται γύρω από τη φατρία των «καλλικαντζάρων», που συσκέπτονταν και συνωμοτούσαν τις νύχτες και τη φατρία των Καρμανιόλων, που «…ελευθεριάζοντες εχόρευον εν ταις πλατείαις την καρμανιόλαν», το χορό  των Γάλλων επαναστατών κατά την περίοδο της τρομοκρατίας, τον οποίο πιστεύεται πως έφεραν στο νησί έποικοι από τα Επτάνησα. Το κίνημα τους βρήκε την υποστήριξη και του Εκκλησιαστικού Κλήρου της Σάμου: Μητροπολίτης Κύριλλος, Μοναχός Ιγνάτιος και άλλοι.

Εκφραστής του οράματος τους είναι ο αρχηγός του κινήματος καρμανιόλων, ο Λογοθέτης Λυκούργος. Καταγόταν από το Καρλόβασι και το αρχικό του όνομα ήταν Γεώργιος Παπλωματάς. Μετά τις πρώτες τους γνώσεις στην Πορφυριάδα Σχολή του Καρλοβάσου, έφηβος ακόμη πήγε στην Κωνσταντινούπολη και πήρε μαθήματα φιλοσοφίας και γραμματικών. Δούλεψε ως Γραμματικός στο Πατριαρχείο αλλά και για τους Φαναριώτες στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες όπου κατέκτησε το αξίωμα του «Λογοθέτη», δηλαδή του γραμματέα, του ηγεμόνα.  Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του από το περιβάλλον του Αλέξανδρου Υψηλάντη όπου ήρθε σε επαφή με τις απόψεις του Ρήγα Φεραίου και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Αργότερα εξόριστος στο Άγιο Όρος ήρθε σε επαφή με τους εκκλησιαστικούς και μοναστικούς κύκλους.

Οι Καρμανιόλοι σε δύο φάσεις καταφέρνουν και κερδίζουν την εξουσία κυριαρχώντας πολιτικά στο νησί: Στην πρώτη φάση από το 1805-1812. Ο Λογοθέτης Λυκούργος, μετά από αίτημα του προεστού του Καρλοβάσου Κωνσταντάκη Διαμαντή, πρότεινε να αγοράσει η Σάμος αντί ορισμένου ετήσιου ποσού, υπό τον όρο «μακτού», τον «μουκατά». Δηλαδή ν’ αναλάβει το «Κοινόν της πατρίδος» κατ’ αποκοπήν («μακτού») όλα τα προς την Πύλη καθιερωμένα φορολογικά βάρη. Έτσι θα μπορούσε να απαλλαγεί το νησί από δοσίματα, αγγαρείες, δαπάνες μετακίνησης Οθωμανών υπαλλήλων και να αποτραπούν στο μέλλον οι καταχρήσεις, οι καταπιέσεις και αυθαιρεσίες των Οθωμανών και των συνεργατών τους «Μεγάλων Προεστών». Η πρόταση αυτή συνάντησε την έντονη αντίδραση του Προεστού, αγά Γιαννάκη Ανδρεαδάκη, που εδώ και πολλές δεκαετίες είχε την απόλυτη εξουσία στο νησί κι οδήγησε στην καθαίρεση του Κωνσταντάκη Διαμαντή, καθώς η καθαρά εμπορική-επιχειρηματική του ιδέα ήταν εκ των πραγμάτων ανατρεπτική του συστήματος εξουσίας των ισχυρών προεστών.

Όλους ας τους αφήσωμεν κι ας πω για τον Γιαννάκη
που προεστός των προεστών υιός τ’ Ανδρεαδάκη
Οπούταν πρώτος του νησιού κι ό,τι ήθελε ορίσει
Όλοι του υποτάσσονταν πριν να τ’ ομολογήσει

Έτσι απελευθερώθηκαν οι καταπιεσμένες δυνάμεις, που πολύ σύντομα και υπό τις κατάλληλες συνθήκες θα θέσουν το πρώτο τους αίτημα: να ελεγχθούν τα κατάστιχα των «Παλαιών Προεστών». Το αίτημα  ελέγχου των λογαριασμών εσόδων –εξόδων, χρεών και δανείων του Κοινού συγκέντρωσε την πάνδημη αποδοχή του δυσαρεστημένου πληθυσμού. Η Σύνοδος του 1805 φαίνεται ότι έληξε με την έκπτωση του αγά Γιαννάκη Ανδρεαδάκη και με την εκλογή νέων «Μεγάλων Προεστών» της φατρίας των  «καρμανιόλων». Μετά τη Σύνοδο, στις αρχές του έτους 1806, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη επιτροπή «πλοιάρχων» και άλλων φίλων του Κωνσταντάκη, για να καταγγείλει «εις την Κυβέρνησιν τον αγά Γιαννάκη και τους περί αυτόν προύχοντας ως καταχραστάς της Σάμου». Η επιτροπή, εφοδιασμένη με συστατικό γράμμα του Κωνσταντάκη του ποτέ Διαμαντή, συνάντησε στην Κωνσταντινούπολη τον Γεώργιο Λογοθέτη, του περιέγραψε την κατάσταση και ζήτησε να χρησιμοποιήσει τις ισχυρές γνωριμίες του ώστε να εξασφαλιστεί η επίδοση αναφοράς τους στην Υψηλή Πύλη. Με ενέργειες, παραστάσεις και διαβήματα του Γ. Λογοθέτη και με καταβολή 72.000 γροσίων εκδόθηκε φιρμάνι «προς εξέλεγξιν των λογαριασμών των προυχόντων και προς εξέτασιν της καταστάσεως της Σάμου». Ο Γ. Λογοθέτης, 36 ετών και με την πείρα του Λογοθέτη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας, με μόρφωση, χρηματικό πλούτο και φορέας των ιδεών του νεοελληνικού διαφωτισμού, συνοδευόμενος από τα μέλη της πρεσβείας και από απεσταλμένους της τουρκικής κυβέρνησης Μεχμέτ Βέη, έφτασε  την 1η Μαρτίου 1806 στο νησί, απ’ όπου είχε φύγει το 1788. Ήταν ο ηγέτης.

Η κάθοδος του Γ. λογοθέτη στη Σάμο ανέτρεψε τις εύθραυστες ισορροπίες, ενισχύοντας τις καταπιεσμένες δυνάμεις. Τώρα πια, το σύστημα των «Παλαιών Προεστών» και οι Οθωμανοί συνεργάτες τους (Βοεβόδας, Καδής, σούμπασης) αντιμετώπιζαν άμεσο κίνδυνο οριστικής ανατροπής, διώξεων και χρηματικών κυρώσεων.  Από το σύστημα Προεστών και Οθωμανών, τα έσοδα του νησιού:

«διαμοιράζονταν αυτοί χαραμοφάηδες/
εξίσου τα εμοίραζαν μαζί με τους αγάδες/
[…] στον μουκτά δεν τα ’διναν εκεί των Βασιλειάδων/
[…]ευρίσκονταν δεν τα ’διναν τους κόπους των ραγιάδων»,

Ο πολύπειρος αγάς Γιαννάκης με υπομονή και πείσμα οργάνωσε τους οπαδούς του και είχε ετοιμάσει την αντεπίθεσή του. Έχοντας και τη στήριξη των Οθωμανών υπαλλήλων είχε εξαγοράσει τον Μεχμέτ Βέη με 25.000 γρόσια. Στη Σύνοδο που έγινε στη Χώρα, με στόχο την πολιτική εκμηδένιση του αγά Γιαννάκη και των υποτακτικών του και την ανάδειξη νέων εκπροσώπων της φατρίας των Καρμανιόλων, εκτός των αντιπροσώπων, είχε συγκεντρωθεί πολύ λαός. Μόλις ο Μεχμέτ Βέης διάβασε το φερμάνι για τον έλεγχο των λογαριασμών των μέχρι τότε «μεγάλων Προεστών», υψώθηκαν φωνές και έγινε μέγας θόρυβος. Το πλήθος ζητωκραύγαζε υπέρ του αγά Γιαννάκη Ανδρεαδάκη και «φρενιωδώς απήτει τον θάνατον του Γεωργίου Λογοθέτη». Ο καδής Χαλήλ εφένδη, συνεργάτης και σύντροφος του «Μεγάλου Προεστού», έγραψε απόφαση (ιλάμι) εξορίας από τη Σάμο του Γεωργίου Λογοθέτη, παίρνοντας για αμοιβή 150 γρόσια. Το παλιό σύστημα νίκησε κι ανέτρεψε τα σχέδια του Λογοθέτη.

Τον Λογοθέτη ζήλευαν πως είχεν πολιτείαν
Και είχε και την μάθησιν κι είχε και την αξίαν
Σε μίλημα, σε γράψιμο πολλά ’ναι προκομμένος
Και μεσ’ στην Πόλι έτι δε είναι πεφημισμένος.
Είχε πουγγία ικανά και ήτον αρκετόν του
Μα ποιος είναι που δεν ζητά, πάντα για το καλό του.

Η υπερίσχυση των «Παλαιών Προεστών» όξυνε τις αντιθέσεις και οδήγησε σε πολιτικές διώξεις, εκδικήσεις και σκληρά αντίποινα. Αντί να καταλαγιάσουν τα πάθη και τα προσωπικά, πια, μίση, τα πράγματα ωθήθηκαν στα άκρα. Δεν αρκούσε η απομάκρυνση του Λογοθέτη από τη Σάμο, αλλά απαιτούσαν και τη θανάτωσή του. Για το λόγο αυτό συντάχτηκε ειδική επιτροπή «εκ των πρωτίστων των χωρίων» που μετέβη στη Κωνσταντινούπολη και συνεργάστηκε με τους πρώην της Σάμου αγάδες, καδήδες και ζαπτιέδες, για να φανεί ισχυρότερη στην Υψηλή Πύλη. Διατύπωσαν την αβάσιμη, αλλά βαριά κατηγορία για μυστική συμμαχία των «καρμανιόλων» με τους Άγγλους και για παράδοση της Σάμου στην Αγγλία. Η Σουλτανική εξουσία, την εποχή εκείνη (1807) αντιμετώπιζε την επιθετική πολιτική της Αγγλίας, που είχε στείλει τον στόλο της στον Βόσπορο, απαιτώντας να εκδιωχθεί από την Πόλη ο πρεσβευτής της Γαλλίας Σεβαστιάνη και να υπογραφεί αμέσως συνθήκη συμμαχία Αγγλίας, Ρωσίας, Τουρκίας εναντίον του Ναπολέοντα. Το αγγλικό τελεσίγραφο όμως δεν είχε γίνει δεκτό από τον σουλτάνο Σελήμ. Ήταν επόμενο, λοιπόν, να εκδοθεί φιρμάνι θανατικής καταδίκης του Γ. Λογοθέτη και φυλάκισης των μελών της επιτροπής του. Απαγχόνισαν τον ιερομόναχο Χατζή Ιωακείμ, μέλος της επιτροπής, που βρήκαν στο σπίτι του Λογοθέτη. Τον ίδιο τον Λογοθέτη, αφού τον κατεδωσε στις τουρκικές αρχές αυτός που  τον έκρυβε, τον φυλάκισαν στη «φοβερή ειρκτή  του Φούρνου, ἐν ᾗ διεβίου ὁ δήμιος». Με παρέμβαση του φαναριώτη Κωνσταντίνου Υψηλάντη κι αφού πλήρωσε 74.00 γρόσια, εκδόθηκε νέο φιρμάνι εξορίας του στο Άγιο Όρος το 1807.

Τα γεγονότα όμως αυτά, αντί να τερματίσουν τη θανάσιμη διαπάλη, αποτέλεσαν ωστική δύναμη, που ώθησε στην έκρηξη της μεγάλης σύγκρουσης. Η νέα κίνηση άρχισε τώρα από το Βαθύ και παρακινήθηκαν να συμμετέχουν στην εξέγερση  και τα άλλα μεγάλα χωριά. Μυτιληνιοί, Βουρλιώτες, Παγώνδας, Καρλόβασι. Ο Μαραθόκαμπος αρνήθηκε να πάρει μέρος στις προετοιμασίες της εξέγερσης. Τον Μάρτιο του 1807, συγκαλείται η λαϊκή επαναστατική Συνέλευση των κατοίκων από όλα τα χωριά, στην οποία συμμετείχαν «περισσοί ἔως ἑπτὰ χιλιάδες» άντρες και γυναίκες.

Δυό τρεῖς ἦτον ἀπό βραδύς, κι’ ὅσο νά ξημερώσῃ
γενῆκαν δέκα κι ἑκατό κι ἀκόμ’ ἄλλοι καμπόσοι….[ ]
Καί ὁρκομώτησαν εὐθύς νά μήν ἀναλογίσουν,
νά κάμουν αὐτό π’ ἀγαποῦν ἤ καί νά ξεψυχήσουν.
Αμέσως το κίνημα θα ξαπλωθεί σε όλα τα χωριά:
…τέτοιαν ζωήν τί θέλομεν, σάν ἔχωμεν σκλαβίαν!
Ὄχι σκλαβιά βασιλική, ἀμή ἀπ’ τούς δικούς μας,
ἀπ’ τούς συμπατριώτας μας κι’ ἀπό τούς προεστούς μας.
Ἡμεῖς δὲ νά δουλεύωμεν καί ἄλλοι νά τ’ ἁρπούσι
ἐδῶ κι’ ἐκεῖ κατά παντοῦ, νά τά διασκορπούσι.

Οι Καρμανιόλοι επικρατούν και οι Παλαιοί Προεστοί απομακρύνονται από το νησί. Όμως οι συνεργάτες τους σχεδίαζαν αιματηρή αντεπίθεση επιχειρώντας την ανατροπή των Καρμανιόλων. Η Σύνοδος στις 8 Ιουνίου 1808 κατέληξε σε σημαντικές αποφάσεις που εγκαινίαζαν επαναστατική τακτική, με καθαρά αιτήματα ανατροπών. Ζητούσαν από τον Καπουδάν πασά την άμεση, προσωπική του επέμβαση προκειμένου :

α) εκτός του να εμποδιστεί η επάνοδος στο νησί των «Παλαιών Προεστών», να αντικατασταθούν οι Οθωμανοί αξιωματούχοι  και να διοριστούν άλλοι, ανεκτοί και αποδεκτοί από τον τόπο. Το αίτημα αυτό που διατυπωνόταν για πρώτη φορά, σήμαινε έμμεση παρέμβαση στο κυριαρχικό δικαίωμα της Πύλης να διοικεί τους υπηκόους της με όργανα της απόλυτης εκλογής της.

Β) να ανατραπεί το καθεστώς ενοικίασης των προσόδων και να γίνει εκμίσθωση από το «Κοινόν» της Σάμου κατ’ αποκοπήν (=μακτού). Η ενοικίαση «μακτού» περιόριζε την αυθαιρεσία των τουρκικών οργάνων, ελευθέρωνε το νησί από την καταπίεση και την εκμετάλλευση του εκάστοτε ενοικιαστή-επιχειρηματία Οθωμανού, πλάταινε τα περιθώρια ελευθερίας και διαχείρισης από τις τοπικές δυνάμεις και επέτρεπε σ’ αυτές να ασκούν πρωτογενή τοπική εξουσία. Το αίτημα «μακτού» αποφασίστηκε να υπογραφεί από κατοίκους όλων των χωριών, για να αποκτήσει  μεγαλύτερη ισχύ και ίσως να εξασφαλιστεί ευρύτερη δέσμευσή τους.

Γ) Η Σύνοδος προχώρησε στην αντικατάσταση των «καρμανιόλων» «Μεγάλων Προεστών» του έτους 1807-1808 με άλλους, πιο αποφασισμένους (Χατζή Νικολάκης χατζή Τριανταφύλλου, Ιωάννης Αναστασίου και Χριστόδουλος Γεώργης Καψάλης). Ήταν έτσι έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουν το νέον Βοεβόδα χατζή Μουσά, που φοβέριζε ότι δε θα γυρἰσει πίσω άπρακτος και θα κάψει ό,τι μπορέσει.

Ο χατζή Μουσάς κατέπλευσε στη Σάμο στις αρχές Αυγούστου του 1808 και στρατοπέδευσε στον Μαραθόκαμπο, το μόνο χωριό που ήταν αμέτοχο στο κίνημα των Καρμανιόλων. Εκεί άρχισαν να συρρέουν από όλη τη Σάμο οι άνθρωποι του συστήματος των «Παλαιών Προεστών» που ποθούσαν να ανατρέψουν τους «καρμανιόλους». Ο χατζή Μουσάς έχοντας στον κόρφο του την αναφορά των Σαμίων με το αίτημα να γίνει ο τόπος «μακτού» άρχισε την καταδίωξη των «καρμανιόλων» που είχαν υπογράψει. Αφού συγκέντρωσε γύρω του πιστούς οπαδούς, κατέβηκε στο Νέο Καρλόβασι και διέταξε να φτάσουν αντιπρόσωποι από τα χωριά, να ’ρθουν και οι «Μεγάλοι Προεστοί» και να τον συνοδέψουν στη Χώρα, στα «μπεϊλήδικα κονάκια». Τα χωριά αρνήθηκαν και οι «μεγάλοι προεστοί» αξίωσαν να τους παραδώσει τον «μποκτζά» με τα χαρατζοχάρτια και να φύγει από τον τόπο.

Εμπρός σε αυτή  την αντίσταση χωριών και Προεστών, ο χατζή Μουσάς, συντροφευμένος από τον Δημήτρη Ασλάνογλου και τον γυιό του, πέρασε στο Κουσάντασι, όπου βρισκόταν ο αγάς Γιαννάκης Ανδρεαδάκης περιμένοντας τις εξελίξεις. Εκεί ζήτησε βοήθεια από τον Ελέζογλου, στρατιωτικό διοικητή της περιοχής, και επέστρεψε στη Σάμο με στρατιωτική δύναμη υπό τον αξιωματικό Τζακάλογλου.

Η επιδρομή άρχισε με κατάληψη της Χώρας. Οι Τούρκοι στρατιώτες κυνήγησαν μέσα στα στενοσόκακα τους «καρμανιόλους». Σκότωσαν τον Ιωάννη Καψάλη, νέο παλικάρι του Παγώνδα, συγγενή του «Μεγάλου Προεστού» Χριστόδουλου Καψάλη, τον κρέμασαν ανάποδα στον πλάτανο της Μεσακής βρύσης˙ τραυμάτισαν και τον Κωνσταντίνο Λαγό, επίσης παλικάρι του Παγώνδα. Ο τραυματισμένος Κωνσταντίνος Λαγός σύρθηκε σε κάποιο σπίτι, αλλά τον πρόδωσαν και τον παρέδωσαν στους επιδρομείς που τον κρέμασαν στο ίδιο πλατάνι. Έδερναν και λήστευαν. Οι καταδιωκόμενοι «καρμανιόλοι» κατέφυγαν και κλείστηκαν στο σπίτι του «Μεγάλου Προεστού» χατζή Νικολάκη, μέλος δυνατής οικογένειας. Εκεί είχαν καταφύγει και οι άλλοι δύο «Μεγάλοι Προεστοί», ο μαστρο Γιάννης Αναστασίου και ο Χριστόδουλος Καψάλης. Οι στρατιώτες του Τζακάλογλου και οι Σαμιώτες σύντροφοί τους «έγδυναν» σπίτια, μαγαζιά, εργαστήρια. Όλες οι καταστροφές καταχωρίσθηκαν στα «τευτέρια εξόδων», επειδή το «Κοινόν» πλήρωσε αποζημιώσεις. Αυτός και οι σύντροφοί του:

«εκάμαν πράγματα, οπού δεν ημπορεί γλώσσα ανθρώπου να τα διηγηθεί… εσκότωσαν δώδεκα ανθρώπους ραγιάδες και εγιαραλάντισαν (τραυμάτισαν) και άλλους εικοσι δυο… προς τούτοις έβαλαν χέρι και εις το ίρτζι (τιμή) των γυναικών μας»  [από την αναφορά των Σαμίων προς Ελέζογλου στις 6-1-1809].

Ενώ ο τρόμος των διωγμών εγκαθιστούσε το αιματηρό κράτος στη Χώρα, ενώ το ψύχος πάγωνε τους απελπισμένους, πια, κατοίκους του νησιού, ο χατζή Μουσάς διακήρυσσε: «και όποιος ειν’ πιστός ραγιάς να έλθη να με σμίξη/ ειδέ θα κάμω πράγματα ο κόσμος για να φρίξη».

Σε αυτή την κρίσιμη για την τύχη του κινήματος ώρα ξεσηκώθηκε το Βαθύ. Πλήθος κατοίκων όρμησε στο λιμάνι και πολιόρκησε τα προξενικά καταστήματα Ρωσίας και Αγγλίας. Κατέβασε, ξέσκισε τις σημαίες και γκρέμισε τις εξωτερικές σκάλες, όταν δεν μπόρεσε να εκπορθήσει τα κτήρια, να συλλάβει και να κακοποιήσει τους Προξένους Γεράσιμο Σβορώνο (Ρωσίας) και Γεώργιο Σιβίνο (Αγγλίας). Η έκρηξη οργής εναντίον των δύο Προξένων οφειλόταν κατά τον Επαμ. Σταματιάδη στο ότι ο λαός τους θεωρούσε προστάτες των προυχόντων. Όμως ο Σαλαμαλέκης κατέγραψε τους βαθύτερους λόγους αυτής της επιδρομής. Οι Πρόξενοι, έμποροι και εξαγωγείς, ίσως αντιπρόσωποι ξένων οίκων, συνεργάζονταν με τον παλαιό «Μεγάλο Προεστό» χατζή Θεοδωρή και άλλους του συναφιού του, αγόραζαν τα κρασιά αντί 10 γροσίων το «γομάρι» (80 οκάδες), δάνειζαν τους παραγωγούς, που κάτω από το σύστημα δανείων, τόκων και χαμηλής τομής του προϊόντος κινδύνευαν «με τα κρασιά τ’ αμπέλια τους ήθελε τους τα πάρουν». Κατά τον Σεβαστάκη, δεν αποκλείεται επίσης η τοπική εμποροναυτική ηγεσία να επεδίωκε να δείξει στην Υψηλή Πύλη ότι οι εμπόλεμοι, τότε, εχθροί του Σουλτάνου, Άγγλοι και Ρώσοι, ήταν και εχθροί της Σάμου, αποσείοντας ενδεχομένως έτσι την κατηγορία ότι σχεδίαζαν να παραδώσουν το νησί στους Άγγλους.

Στη συνέχεια της επίθεσης κατά των Προξένων, εξακόσιοι Βαθυώτες με αρχηγούς τους τοπικούς ηγέτες Χριστόδουλο Μπαρμπούνη και χατζή Μιχάλη Αργύρη, κίνησαν προς τους Μυτιληνιούς, να σηκώσουν τους εκεί οπαδούς τους, να συγκεντρώσουν ενόπλους από τα  «εδώθε χωριά» και να εισβάλλουν στη Χώρα. Πριν μπούνε στους Μυτιληνιούς συνέλαβαν τον Γεώργη Στεφανή, αδελφό του Μανολάκη Στεφανή, και σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν στη θέση «Στεφάνι». Ο χατζη Μιχάλης Αργύρη, περιστοιχιζόμενος από τους ενόπλους Βαθυώτες, τον κατηγόρησε ότι «πήγε και προσκύνησε» και συνεργάστηκε με τον Χατζή Μουσά και τους «Παλαιούς Προεστούς». Ο  Γεώργης Σταμάτης απολογήθηκε ότι τον εκβίασαν ότι θα τον σκοτώσουν και δεν τον άφηναν να φύγει, ότι τον πήραν με τη βία και τον οδήγησαν στον χατζή Μουσά όπου εξαναγκάστηκε να δηλώσει υποταγή. Τότε όλοι έπεσαν και κράτησαν κάποιον που πήγε να του ρίξει, έλαβε τη συγχώρεση των Βαθυωτών που αμέσως τον ελευθέρωσαν. Και μπήκαν στους Μυτιληνιούς, όπου τα πράγματα έγερναν προς την υποταγή. Μάλιστα οι τοπικοί ηγέτες των «καρμανιόλων» είχαν υπογράψει «προσκυνοχάρτι» και ετοιμάζονταν να παραδώσουν το χωριό στον χατζή Μουσά. Αυτή η τροπή στην εξέλιξη της εξέγερσης προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στους Βαθυώτες και η ορμή τους κατέπεσε. Σε εκείνη την ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή, κατέφθασαν οπλισμένοι Βουρλιώτες, με αρχηγό τον πιστό «καρμανιόλο» Αναγνώστη Αμιρίσας. Έγινε συγκέντρωση των κατοίκων στην πλατεία για να ληφθεί η τελική απόφαση. Διαμορφώθηκε εκεί η γενική ιδέα ότι  έπρεπε να γίνει πολεμική έφοδος κατά της Χώρας και του Χατζή Μουσά.

Το 1808, ο λαός βάδισε προς τη χώρα θέλοντας να φονεύσει τον βοεβόδα Μουσά αγά, που «εδείκνυτο εύνους προς τους Καλικαντζάρους». Τούρκοι, που ήρθαν από την Ασία, εξετέλεσαν δύο πρωταιτίους, τον Καψάλη και τον Λαγό, οι εξεγερθέντες όμως τους κατενίκησαν και οι Καρμανιόλοι πήραν την εξουσία, μετά από νέα συνέλευση, ενώ ο μέγας Προεστός, Μανουήλ Στεφανής, δραπέτευσε.

Κοινωνικός και εθνικός αγώνας ταυτίζονται:

Σήμερον γεννηθήκαμε σήμερον νά χαθοῦμεν
καί εἰς τά χέρια τοῦ Μουσᾶ νά μήν παραδοθοῦμεν [ ]
γιά ἀγάπη τῆς πατρίδος μας ἄς πάγη ἡ ζωή μας. [ ]
Κι ὅσ’ ἦτον μέ τζ’ ἀγαρηνούς ἦτον καλικατζάροι,
ἄλλος πολέμα γιά τιμή κι ἄλλος φλωριά νά πάρη. (Σαλαμαλέκης σ.485)

Οι Τούρκοι ηττώνται και διαφεύγουν στη Μικρά Ασία, ενώ ο Μουσά συλλαμβάνεται μαζί με τους άνδρες του, και εκλιπαρεί να του χαρίσουν τη ζωή, όπως και έγινε. Με τη χρήση της βίας αλλά και της κατάλληλης τακτικής, οι Καρμανιόλοι θα υποχρεώσουν την τουρκική εξουσία να διορίσει νέον βοεβόδα, τον Βελή αγά, ο οποίος, «ήτο νευρόσπαστον των Καρμανιόλων, πράγματι κεκτημένων ἥν εκείνος ονόματι μόνον είχε εξουσίαν».

Οι σύμμαχοι του χατζή Μουσά προεστοί και συμμέτοχοι στις βιαιοπραγίες του διασκορπίστηκαν, φεύγοντας από τη Σάμο. Οι νικητές δήμευσαν τις περιουσίες τους. Επίσης συγκρότησαν και έστειλαν αμέσως στην Κωνσταντινούπολη Επιτροπή, αποτελούμενη από 14 εκπροσώπους των χωριών, με επικεφαλή τον χατζή Αναγνώστη Δανέζη. Η Επιτροπή ήταν εφοδιασμένη με υπόμνημα (ιλάμη) «οπού εφανέρωνεν πως ηκολούθησεν η κάθε υπόθεσις τον καιρόν του χατζή μουσά». Το έργο της Επιτροπής ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Έπρεπε, εκεί στην Πόλη α) να παρουσιάσουν στους εκπροσώπους της τουρκικής Κυβέρνησης και τον Σεϊχ –ουλ –Ισλάμ «τα δίκαια της πατρίδος», να πείσουν και να αποσείσουν τις ευθύνες του νησιού για τα αιματηρά γεγονότα, την ένοπλη εξέγερση και την αιχμαλωσία του χαζτή Μουσά και την κατάλυση της οθωμανικής εξουσίας. Β) Έπρεπε ταυτόχρονα να συνδιαλαγούν, να προτείνουν ή να αποδεχθούν μέτρα, που θα αποκαθιστούσαν την ομαλότητα. Γ) Να προωθήσουν το αίτημα για την ενοικίαση των προσόδων, ως «μακτού». Δ) Να ενεργήσουν για την απελευθέρωση του Γιαννάκη Πανταζή και του Αθανάση χατζή Δημήτρη, που είχαν κλειστεί στις φυλακές από τα τέλη του 1807.

Ο μουσελήμης Ελέζογλου, που είχε τη στρατιωτική ευθύνη για τη Σάμο, ήταν εξοργισμένος όχι μόνο για τα αιματηρά επεισόδια αλλά και  για τη στρατιωτική επιδρομή του Τσακάλογλου στη Σάμο που  έγινε χωρίς δική του έγκριση. Έκρινε ότι κύριοι υπεύθυνοι ήταν ο Δημήτρηας χατζή Ασλάνογλου (αποστάτης των καρμανιόλων) και ο γιος του που είχαν συναντηθεί κρυφά στο Κουσάντασι  με τον αγά Γιαννάκη που έπεισαν τον  στρατηγό Τσακάλογλου να τους προστατέψει και τον έστειλαν στη Σάμο. Εκτιμώντας ότι αυτοί είχαν παρακινήσει τον Τζακάλογλου να περάσει απ’ το Κουσάντασι στη Σάμο με το στρατιωτικό του απόσπασμα, τους καταδίκασε στην ποινή του θανάτου. Πατέρας και γυιός χατζή Ασλάνογλου μεταφέρθηκαν στη Σάμο για την εκτέλεση της θανατικής ποινής. Τους κρέμασαν στη Χώρα, στο πλατάνι της Μεσακής βρύσης.

Το 1811 ο Γ. Λογοθέτης επιστρέφει στη Σάμο και αναδεικνύεται προεστός. Όμως την επόμενη χρονιά, τον Μάρτιο του 1812, καταλύθηκε το «κράτος των καρμανιόλων», όταν πρώτος κοινός Προεστός της Σάμου αναδείχτηκε ο Μανολάκης Στεφανή. Το σύστημα των «καλικαντζάρων» κυριάρχησε στο προσκήνιο και ακολούθησαν ο διασκορπισμός των «καρμανιόλων» και απόπειρες δολοφονίας του Γ. Λογοθέτη, που οι Καλικάντζαροι διέβαλαν στους Τούρκους. Διαφεύγει και πάλι, μεταμφιεσμένος, ενώ, μετά από περιπέτειες, φθάνει στην υπό γαλλική διοίκηση Κέρκυρα για να επιστρέψει λίγο μετά στην Κωνσταντινούπολη και στη Σάμο. Συλλαμβάνεται, κατορθώνει να αφεθεί ελεύθερος, πάλι με δωροδοκία, κρύβεται για μήνες στα βουνά του νησιού και, εν τέλει, καταφεύγει στη Σμύρνη, όπου επαγγέλλεται τον γιατρό ή κατ’ άλλους τον φαρμακοποιό. Εκεί θα γίνει μέλος της Φιλικής Εταιρείας και θα πάρει το νέο του όνομα, Λυκούργος.

Στο βάθος όμως του ιστορικού ορίζοντα  περίμενε τους Καρμανιόλους  ο Απρίλιος του 1821, η Εθνεγερσία, οι θυσίες και η  δόξα.

γ) Επανάσταση 1821

Με τα γεγονότα της Επανάστασης του 1821 συνδέονται η εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος και ο σύγχρονος Πύργος του Λογοθέτη Λυκούργου, – που ανακαινισμένος λειτουργεί σήμερα ως Βυζαντινό Μουσείο- τα οποία δεσπόζουν στο λόφο του Κάστρου στο Τηγάνι, (σημερινό Πυθαγόρειο), Σε αυτόν τον λόφο, που συμπυκνώνει την ιστορία των σημαντικότερων περιόδων της Σάμου, από τους νεολιθικούς χρόνους ως τον 19ο αι., τα κτηριακά αποτυπώματα του 1821 ενσωματώνονται αρμονικά δίπλα στις ελληνιστικές και ρωμαϊκές επαύλεις, στην παλαιοχριστιανική βασιλική, που λειτουργούσε πιθανόν ως επισκοπική έδρα, στο σύγχρονο νεκροταφείο και το βυζαντινό τείχος που πλαισιώνει τα φυσικά όρια του ιστορικού λόφου.

Οι Καρμανιόλοι διεκδικώντας, δημοκρατία, ισονομία, δικαιοσύνη και ανεξαρτησία από την Οθωμανική Κυριαρχία, διαμορφώνουν  ένα ιδιαίτερο τοπικό πολίτευμα και καταφέρνουν  να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους Τούρκους. Στη διάρκεια της επανάστασης, οι Σαμιώτες υπό την ηγεσία του Λυκούργου κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τρεις μεγάλες επιθέσεις του οθωμανικού στόλου, το καλοκαίρι του 1821, τον Αύγουστο του 1824 και το καλοκαίρι του 1826.

Κατά την επανάσταση του 1821, ο Λογοθέτης Λυκούργος είναι ο αρχηγός των επαναστατημένων Σαμίων, μαζί με τον καπετάν Κωνσταντή Λαχανά (ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Φώκου), η οικία του οποίου σώζεται στο Άνω Βαθύ. Στις 18 Απριλίου 1821 ο Καπετάν Λαχανάς υψώνει τη σημαία της επανάστασης στο Άνω Βαθύ, και ο Λογοθέτης Λυκούργος, με τις ευλογίες του Μητροπολίτη Κύριλλου, την υψώνει στο Καρλόβασι τον Μάιο.

Στις 5 Ιουλίου 1821 οι Καρμανιόλοι κερδίζουν μια σημαντική μάχη στον Κάβο φονιά. Ο Λογοθέτης Λυκούργος και ο Σταμάτης Γεωργιάδης με 50 περίπου Σαμιώτες κατόρθωσαν να σκοτώσουν τους 700, περίπου, Οθωμανούς του στόλαρχου Καρά Αλή, που επιχείρησαν απόβαση στο νησί. Την επόμενη χρονιά, στρατιωτικό σώμα Σαμιωτών αποβαίνει στη Χίο για να συμβάλλει στην εξέγερση του νησιού (Μάρτιος 1822). Παρά την απραξία της –λεγόμενης- Κεντρικής Διοίκησης του Αγώνα, υπεύθυνοι θεωρήθηκαν οι ηγέτες της Σάμου για τα αντίποινα της τουρκικής θηριωδίας που πλήρωσε η Χίος με τη σφαγή δεκάδων χιλιάδων κατοίκων της (Το βιβλίο της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών κάνει λόγο για 33.000 αιχμαλωτισμένες ψυχές και 33.000 σφαγμένους, αλλά εκτιμάται ότι τα νούμερα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερα, βλ.el.wikipedia.org, λήμα Σφαγή Χίου, γεγονότα).

Μετά την καταστροφή της Χίου (Απρίλιος 1822), για την οποία οι ένθερμοι Σαμιώτες επαναστάτες και ο ηγέτης τους θα θεωρηθούν υπεύθυνοι, θα υπάρξει μια σύντομη περίοδος επανόδου των παλαιών δημογερόντων που καλύπτονταν πίσω από τους απεσταλμένους της Κεντρικής διοίκησης.

Ο Λογοθέτης Λυκούργος καταδικάστηκε από το στρατοδικείο για την αποτυχία της εκστρατείας και τον Ιούνιο του 1822, ο Λογοθέτης θα συλληφθεί στο Άργος και ο έπαρχος Κυριακός Μώραλης θα προσπαθήσει, σε συνεργασία με τους Καλικάντζαρους, να κάμψει το επαναστατικό φρόνημα των κατοίκων. Ο Μόραλης συνέλαβε τον Λαχανά κατά προτροπή των πολιτικών του αντιπάλων και τον φυλάκισε το 1822, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει και να σωθεί. Οι Σαμιώτες αντιδρούν, γρήγορα η αντίδραση του πληθυσμού ανατρέπει τις εξελίξεις. Ήδη από την 8η Δεκεμβρίου του 1822, οι αντιπρόσωποι των δεκαοκτώ χωρίων, «τὸν προεκλεχθέντα καὶ προσυστηθέντα ἔπαρχον τῆς πατρίδος ἀπό τοῦ νῦν ἀποφασίζουσι ὡς περιττόν, ὡς ἄχρηστον».

Ευτυχώς αποσταλμένοι της Κεντρικής Διοίκησης, στο τέλος του 1822, αποκατάστησαν τον αθωωμένο από το στρατοδικείο Λυκούργο, υπακούοντας στη θέληση των Σαμίων. Το 1823 ανενόχλητοι οι Σαμιώτες διόρθωσαν πρώτα τα προχώματά τους και τον Μάρτιο του 1823 ο Λαχανάς, επικεφαλής 600 ανδρών, εκστράτευσε πολλές φορές κατά της Μικράς Ασίας λεηλατώντας τα παράλια από τη περιοχή του Τσαγίου μέχρι την Αλικαρνασσό. Δυστυχώς το 1823, μια δεύτερη άστοχη ενέργεια της Κεντρικής Διοίκησης χειροτέρεψε την κατάσταση. Σύμφωνα με το Νόμο “περί Επάρχων”, που ψήφησε η Β΄ Εθνική Συνέλευση στο Άστρος, δεν επιτρεπόταν στο Λογοθέτη, επειδή ήταν ντόπιος, να αρχηγεύσει τη Σάμο. Στη θέση του διορίστηκε ο Ψαριανός Χατζηαντρέας Αργύρης. Ο Λογοθέτης επανήλθε στην εξουσία το 1824 μετά από την απαίτηση των Σαμίων. Οι αντίπαλοί του, εξόριστοι Καλλικάτζαροι, ενεργώντας προδοτικά έστειλαν έναν Πελοποννήσιο οπλαρχηγό, τον Νικόλαο Τσάκωνα με εβδομήντα άνδρες, κρυφά στη Σάμο με σκοπό να καταλύσουν την αρχή του Λογοθέτη και να τον εξοντώσουν. Στις αψιμαχίες που ακολούθησαν, σκοτώθηκαν μερικοί από τους άνδρες του Κωνσταντή Λαχανά, ενώ πολιόρκησαν το σπίτι του στο Άνω Βαθύ και το κατέστρεψαν. Ο ίδιος με την οικογένεια του κατάφερε να διαφύγει και να αποκρούσει με επιτυχία την επιδρομή εξοντώνοντας όλους τους επιδρομείς.

Στα Στενά της Μυκάλης, από τις 31 Ιουλίου ως τις 6 Αυγούστου 1824, πραγματοποιείται η γνωστή ναυμαχία της Σάμου. Ο οθωμανικός στόλος,  αποτελούμενος από 300 πλοία, συγκρούεται με τον συνασπισμένο (τρινήσιος) ελληνικό στόλο, από Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά  και Κάσο,  ο οποίος αποτελείται  από  57 περίπου ιδιωτικά εμπορικά πλοία εξοπλισμένα και τροποποιημένα σε πολεμικά. Παρότι αριθμητικά είναι πολύ μικρότερος του τουρκικού, καταφέρνει να κυριαρχήσει και να εξωθήσει την οθωμανική δύναμη. Ο Κωνσταντής Λαχανάς είχε διορισθεί από την Γενική Συνέλευση «Γενικός Καπετάνιος του εν Σάμω Ελληνικού Στρατού». Υπεράσπισε την γενέτειρα του, οχυρώνοντας τις περιοχές Μεσοκάμπου – Μολαϊμπραήμ (Ποσειδώνιο), από όπου κανονιοβολούσε με επιτυχία τον τουρκικό στόλο που πολιορκούσε στενά τη Σάμο. (el.wikipedia.org, λήμμα Λαχανάς). Στη ναυμαχία αυτή διακρίθηκαν ο Μιαούλης και ο  αντιναύαρχος Γ. Σαχτούρης.

Η επιτυχής έκβαση της ναυμαχίας, στις 6 Αυγούστου, εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα,  αποδόθηκε σε θεία παρέμβαση. Η Συνέλευση των Σαμίων αποφάσισε την ανέγερση ομώνυμου επιβλητικού ναού δίπλα στο Κάστρο του οπλαρχηγού Λυκούργου Λογοθέτη. Στην επίσημη σφραγίδα του “Κοινού της Σάμου” (επαναστατική κυβέρνηση) προστέθηκε η εικόνα της Μεταμόρφωσης και η επιγραφή “ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΑΜΟΝ ΕΣΩΣΕΝ 6Η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1824”. Η 6η Αυγούστου έχει καθιερωθεί εθνική εορτή της Σάμου και εορτάζεται ανελλιπώς κάθε χρόνο με τελετές, νησιώτικους χορούς, αναπαράσταση της Ναυμαχίας και καύση πυροτεχνημάτων.

Στις τέσσερις χιλιαρχίες που αντιμετώπισαν όλες τις τουρκικές επιβουλές, συνεπικουρούμενες από τις ονομαστές για την ανεξαρτησία και το θάρρος τους γυναίκες της Σάμου, διακρίθηκαν αρκετοί αγωνιστές. Οι αξιωματικοί των χιλιαρχιών έφεραν περικεφαλαία, από δέρμα και σίδηρο, με σταυρό, και τα αρχικά ΗΕΗΘ (ή ελευθερία ή θάνατος). Οι πιο χαρακτηριστικές  προσωπικότητες αξιωματικών είναι: Ο καπετάν Σταμάτης Γεωργιάδης, γαμπρός του Λογοθέτη, ο Μανώλης Μελαχροινός και ο Μανώλης Αγγελινίδης που τον αντικατέστησε μετά τον θάνατό του, ο Κωνσταντής Κονταξής, και ο φιλικός Κωνσταντής Λαχανάς απ’ το Άνω Βαθύ  καπετάνιος στο ιδιόκτητο του σκάφος του, «Πυθαγόρας».

Στις ηγετικές μορφές των Καρμανιόλων συγκαταλέγονται σημαίνουσες προσωπικότητες του νησιού. Ο Χριστόδουλος Μπαρμπούνης, έμπορος από το Βαθύ, που πρωτοστατούσε στη σύλληψη του Χατζή Μουσά, και δολοφονήθηκε από τους Καλικαντζάρους τον Οκτώβριο του 1822. Ο Χατζή Μιχάλης Αργύρης, από το Βαθύ, εκλέγεται πρώτος Κοινός Κριτής το 1822, μετά την εκδίωξη του Μώραλη. Ο Χριστόδουλος Καψάλης, έμπορος από τν Παγώνδα, μυείται το 1818 στη Φιλική Εταιρεία και εκλέγεται το 1822 αντιπρόσωπος στη 1η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου. Ο Χατζή Νικόλας Κατεβαίνης, έμπορος και χρηματοδότης του Λογοθέτη, ο καραβοκύρης Διάκο-Δημήτρης Παπαντώνης, ο έμπορος καραβοκύρης Χατζηγιαννάκης Καπετανής, ο έμπορος Μανώλης Καραγιάννης, ο κτηματίας .έμπορος Αναγνώστης Αμιρίσας από τους Βουρλιώτες και άλλοι. Άλλη σημαντική προσωπικότητα ήταν ο Ιωάννης Λεκάτης, γιος ιερέα και γραμματέας του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, ορίστηκε Γραμματέας του Γενικού Διοικητηρίου, με Διοικητή τον Λυκούργο Λογοθέτη, ενώ χρημάτισε πληρεξούσιος στην Τρίτη Εθνοσυνέλευση του 1825 και, επί Καποδίστρια, Γενικός Αστυνόμος της Σάμου. Ο Λεκάτης έχει αφήσει πίσω του ένα σημαντικό γραπτό, από το οποίο φαίνεται συνεπής αποδέκτης της «νεωτερικής» παιδείας. Η σκέψη του κινείται στον άξονα τριών εννοιών: «Ελευθερία – Παιδεία – Πρόοδος». Πρότεινε από τότε την κατασκευή έργων, όπως τεχνητά λιμάνια, τα οποία θα πραγματοποιηθούν μισόν αιώνα μετά.

Στους Καρμανιόλους είναι συντριπτική η παρουσία εμπόρων, καραβοκύρηδων, τεχνιτών, αν και οι αγρότες φαίνεται πως δεν είχαν καταγραφεί. Από αξιόπιστες πηγές γνωρίζουμε πως, από 215 καρμανιόλους, 72 ήταν καραβοκύρηδες, 54 έμποροι, 39 τεχνίτες, 15 μοναχοί-ιερομόναχοι, 31 εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, ένας ιατρός, δύο λογιότατοι, ένας τσομπάνης.

Συστατικό στοιχείο, κι όχι απλά «σύμμαχος» του κινήματος των Καρμανιόλων θεωρείται πως ήταν και η τοπική Εκκλησία. Όπως παρατηρεί ο Σεβαστάκης «Το κίνημα των Καρμανιόλων ηγεμονεύει ιδεολογικά όχι μόνο στην συλλογική συνείδηση, αλλά και στο χώρο της εκκλησιαστικής συσσωμάτωσης. Ο αρχιεπίσκοπος Σάμου, οι Ηγούμενοι των μονών, η στρατιά των μοναχών και ο εφημεριακός κλήρος καλύπτουν με το κύρος της ορθοδοξίας και της επί αιώνες πνευματικής παρουσίας τους την επαναστατική δράση των Καρμανιόλων». Χαρακτηριστικές προσωπικότητες που στήριξαν το κίνημα είναι ο αρχιεπίσκοπος Δανιήλ Κομνηνός, ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Αγραφιώτης, ο ιερομόναχος Παρθένιος, ηγούμενος της Μονής του Τιμίου Σταυρού που το 1826, όταν ο τουρκικός στόλος επιχείρησε να καταλάβει τη Σάμο, συνέθεσε επαναστατικό ύμνο.

« Ὁ χριστεπώνυμος λαὸς ὁ ἐν Σάμῳ, δόξαν Χριστῷ διαπαντὸς ἀναπέμπει, ἰδὼν τὴν λύτρωσιν αὐτοῦ διὰ σταυροῦ, ἐκ τῆς φονικῆς χειρὸς, χαλεπῶν ἀλλοφύλλων, ὅτι ἐπανέστησαν ἀπό γῆς, καὶ θαλάσσης, κατασπαράξαι θέλοντες αὐτὸν, αλλὰ θεόθεν αἰσχύνης ἐπλήσθησαν».

‘Άλλη χαρακτηριστική φυσιογνωμία, ιδρυτικό μέλος των Καρμανιόλων, είναι ο λόγιος ιερομόναχος Ιγνάτιος, δάσκαλος το 1821 στην Ελληνική Σχολή Βαθέος, και, επί ηγεμονίας, μετέπειτα Ηγούμενος της Μονής Ζωοδόχου Πηγής.

Άλλη σημαντική προσωπικότητα είναι ο ποιητής Κλεάνθης, όπως ήταν το ψευδώνυμό του στη Φιλική Εταιρεία του Γεώργιου Διακογεωργίου, ανιψιός του Λογοθέτη Λυκούργου.- Ο Κλεάνθης ήταν ο βάρδος της επανάστασης του 1821, με ποιητικό έργο που πολλοί παρομοίασαν με εκείνο του Κάλβου, ενώ σε προεπαναστατικά ποιήματά του ανιχνεύονται άμεσες επιδράσεις του Αδ. Κοραή. Στο έμμετρο δράμα του, Χαρίδημος ο Σάμιος, τονίζει:

Κάλλιο κλαρὶ παρὰ κλουβὶ μὲ διαμαντένιαις πέτραις,[ ]
Ὡς πότε θὰ τὸ γράφωμε, ὡς πότε θὰ τὸ λέμε;
Ραγιάδες δὲν γινόμασθε, Τοῦρκο δὲν προσκυνᾶμε!

Το 1834, όταν τα τουρκικά στρατεύματα αποβιβάζονται στο νησί, ανακηρύσσεται πρόεδρος της Επαναστατικής Επιτροπής στην ΙΑ΄ Γενική Συνέλευση. Η τελευταία του προκήρυξη, απευθυνόμενη στον αρχηγό των τουρκικών στρατευμάτων, Χασάμπεη, διακηρύσσει: «Τὸ φονάζομε χιλιάδαις μυριάδαις φορὲς σὲ ὅλαις τὶς συνελεύσεις μας ὅτι ἐμεῖς δὲν προσκυνοῦμε, ἀλλὰ θὰ μεταναστεύσωμε εἰς τὴν Ἑλλάδα. Φεύγομε, φεύγομε, δὲν προσκυνοῦμε». Πέθανε εξόριστος στην Κάρυστο, σε ηλικία 38 ετών.

Η απόκρουση των αποβατικών οθωμανικών δυνάμεων, τον Ιούλιο του 1824, κατά τη ναυμαχία του Γέροντα θα οδηγήσουν στην επιστροφή του Λογοθέτη και την εκ νέου επιβολή του Στρατοπολιτικού Διοργανισμού.

Πρόκειται για ένα ιδιότυπο συνταγματικό καθεστώς που εφαρμόζεται στη Σάμο την περίοδο της επανάστασης και αποτελεί το πρωιμότερο συνταγματικό κείμενο της επαναστατημένης Ελλάδας του 1821. Συντάκτης του συνταγματικού κειμένου, που απηχεί τις απόψεις του Ρήγα, ήταν ο Λογοθέτης Λυκούργος. Ο «Στρατοπολιτικός Διοργανισμός της Νήσου Σάμου» εφαρμόστηκε από το Μάιο του 1821 και ο τοπικός αυτός οργανισμός ίσχυσε κατά βάση μέχρι το 1834. Σύμφωνα με αυτόν, ο πολιτικός αρχηγός (γενικός διοικητής) εκλεγόταν από τη Γενική Συνέλευση των αντιπροσώπων των χωριών και λογοδοτούσε σε αυτή κατ’ έτος. Διοικούσε το νησί μαζί με τους «πολιτικούς κριτές», ενώ σε περίπτωση πολεμικών επιχειρήσεων αναγνωριζόταν ως στρατιωτικός διοικητής.

Ο Γενικός Διοικητής συγκεντρώνει στο πρόσωπό του την ανώτερη πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Όμως έχει συγκεκριμένη θητεία και λογοδοτεί ετησίως στην Συνέλευση που εγκρίνει ή όχι την επανεκλογή του. Αυτός έχει την πληρεξουσιότητα να διοικεί και να διορίζει τον αστυνόμο, τον λιμενάρχη, τους τελώνες και λοιπές διοικητικές αρχές. Με τον διοικητή συνεργάζονται οι τρεις πολιτικοί ή Γενικοί Κριτές, που επίσης εκλέγονται κατ’ έτος από την Συνέλευση και λογοδοτούν σε αυτήν. Αυτοί διαχειρίζονται τα οικονομικά του τόπου και κρίνουν, κατά την εξάβιβλο του Αρμενόπουλου, τις υποθέσεις των πολιτών – όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση επιλύουν τις όποιες περιουσιακές διαφορές μεταξύ της χήρας νύφης και του κουνιάδου της. Ο Διοργανισμός απαρτίζεται επίσης από τον Γραμματέα του Διοικητηρίου και τους εφόρους, που εκλέγουν οι συνελεύσεις του κάθε χωριού. Τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις όλων όσων απαρτίζουν τον πολιτικό σύστημα, περιγράφονται και ορίζονται λεπτομερώς από τον Οργανισμό. Το στρατιωτικό σύστημα είναι δομημένο ιεραρχικά και αποτελείται από τον στρατηγό, που είναι αυτός ο ίδιος ο Γενικός Διοικητής, τους χιλιάρχους, υποχιλιάρχους, συνταγματάρχες και λοιπούς αξιωματικούς. Κι εδώ οι εξουσίες απορρέουν από την Συνέλευση, καθώς σε αυτή λογοδοτεί ο  Γενικός Διοικητής που είναι και Στρατηγός.

Στηρίζεται σε  ένα ενιαίο σύστημα δικαίου: οι τρεις Πολιτικοί κριτές, που εκλέγονται από συνέλευση των «δεκαοκτὼ χωρίων» της νήσου, οφείλουν «νὰ κρίνωσιν ὅλας τὰς πολιτικὰς ὑποθέσεις κατὰ τὸ Νομικὸν τοῦ Ἀρμενοπούλου», ο δε αρχιεπίσκοπος απλώς θέτει στις αποφάσεις τη σφραγίδα «βεβαιοῖ». Τέλος, οι έφοροι των χωριών συγκροτούν το «Εἰρηνοποιὸ Κριτήριο», που δικάζει μικροδιαφορές Ο Στρατοπολιτικός Οργανισμός, όπως ενσωματώνει το παραδοσιακό αυτοδιοικητικό σύστημα της Τουρκοκρατίας, επικυρώνει και επισημοποιεί συντακτικά την «εξάβιβλο», τις κωδικοποιήσεις του βυζαντινού δικαίου που αποτελούσαν το γραπτό ιδιωτικό δίκαιο που ίσχυσε καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Με την εισαγωγή του Βυζαντινού δικαίου αναζητείται η συνέχεια του δικαίου και η εξοικείωση των πολιτών μ’ αυτό. Με τη συγκεκριμένη αναφορά στην «Εξάβιβλο» διευκολύνεται ο λαϊκός έλεγχος στη βάση της σαφήνειας του δικαίου,  σε αντίθεση με την αφηρημένη στο δίκαιο των «αειμνήστων Βυζαντινών ημών αυτοκρατόρων» των τοπικών ή εθνικών πολιτευμάτων της κεντρικής Ελλάδας. Ο «Στρατοπολιτικός Διοργανισμός» δεν απέκλεισε το έθιμο και το λαϊκογενές δίκαιο, το έκανε βάση της διαιτητικής δράσης των ηγετών των κοινοτήτων. Οι εμπορικές διαφορές πρέπει να επιδικάζονται με βάση την «Εξάβιβλο» ή, αν δεν καλυπτόταν από αυτή, με βάση τις επικρατέστερες συνήθειες. Αποφεύγεται έτσι η εισαγωγή του Γαλλικού Εμπορικού δικαίου.

Στον Στρατοπολιτικό Οργανισμό υπάρχουν πολλά εκσυγχρονιστικά χαρακτηριστικά και σε σχέση με τις προϋπάρχουσες στη Σάμο «πολιτειακές» και «δικαστικές» δομές, αλλά και σε σχέση με τα άλλα παράλληλα συντάγματα της Ελληνικής επανάστασης, διότι: α) Δημιουργείται νομικό πλαίσιο λειτουργίας για το θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης. β) Εισάγεται η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας, η οποία δεν ίσχυσε στα άλλα τοπικά πολιτεύματα, εκτός από τον Γενικό οργανισμό της Πελοποννήσου, όπου επιβλήθηκε από τον Δ. Υψηλάντη. γ) Δίνεται συνταγματικό έρεισμα στην πρακτική λογοδοσίας και λαϊκού ελέγχου της διοίκησης, που είχε γίνει πραγματικότητα την προεπαναστατική περίοδο της διοίκησης των Καρμανιόλων. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το συνταγματικό αυτό κείμενο, όσον αφορά τις γενικές αρχές του, μπορεί να θεωρηθεί απότοκο του συντάγματος του Ρήγα Βελεστινλή, μόνο που εφαρμόστηκε σε συγκεκριμένες τοπικές συνθήκες και ιστορικές συγκυρίες, για τούτο έπρεπε να είναι λειτουργικό, έχοντας αυτάρκεια και πληρότητα.

Ο Οργανισμός συνδυάζοντας στοιχεία συγκεντρωτισμού με την παράδοση της λαϊκής κυριαρχίας και των τοπικών συνελεύσεων, καταφέρνει να ενεργοποιήσει τους κατοίκους τους νησιού στην πολιτική ενασχόληση, να τους καταστήσει δηλαδή πολίτες. Θέσπιζε την καθολική ψηφοφορία και καθιέρωνε τη «λογοδοσία» των πολιτειακών οργάνων στο εκλογικό σώμα, μεταβάλλοντας την «κοινότητα» σε όργανο λαϊκής κυριαρχίας. Η εκτελεστική εξουσία ήταν μονοπρόσωπη, συνδυάζοντας την άμεση δημοκρατία, στο επίπεδο λήψης αποφάσεων, και την αποτελεσματικότητα στην εκτέλεση.

Οι Καρμανιόλοι εκμεταλλεύτηκαν το θεσμό της συνόδου και διατήρησαν το καθιερωμένο σχήμα αυτοδιοίκησης, επειδή το θεωρούσαν οργανικό στοιχείο της Σαμιακής κοινωνίας. Στηρίχτηκαν σε ένα αναγνωρισμένο στοιχείο της τοπικής κοινωνίας, προκειμένου να ενισχύσουν τη συμμετοχή του ευρύτερου πληθυσμού στις νέες διαδικασίες. Έδωσαν νέα ώθηση σους παραδοσιακούς θεσμούς με την τακτική σύγκληση συνόδων, την ουσιαστική ελεγκτική λειτουργία τους πάνω στα πεπραγμένα της αρχής και με την παρουσία μάλιστα όχι μόνο των αντιπροσώπων, αλλά ευρύτερων πληθυσμιακών ομάδων, όπου συμμετείχαν και γυναίκες, η κοινωνική θέση των οποίων αναβαθμίζεται. Με αυτές τις διαδικασίες εισήγαγαν ουσιαστικά την έννοια του πολίτη στον δημόσιο βίο της Σάμου Η ομάδα των Καρμανιόλων χρησιμοποίησε τα παραδοσιακά γνώριμα σχήματα για να αλλάξει τη νοοτροπία υποταγής του πληθυσμού και να πετύχει την ενεργοποίησή του για την προάσπιση των μόλις αποκτημένων κοινωνικών ή εθνικών ελευθεριών.

Οι Καρμανιόλοι μπορεί να αποδέχτηκαν και να ενσωμάτωσαν στη διοίκηση τους το παραδοσιακό κοινοτικό σύστημα, δεν αποδέχτηκαν όμως με κανένα τρόπο, τη νοοτροπία της διοίκησης των παραδοσιακών δημογερόντων, αλλά ούτε τα αποτελέσματα που είχε αυτή για τη ζωή του πληθυσμού. Με την επικράτηση της επανάστασης του 1821 οι αγρότες ξαναπήραν πίσω τα κτήματα που είχαν απολέσει προς όφελος των πιστωτών τους. Άλλη ενέργειά τους που αποδεικνύει τη φιλελεύθερη ιδεολογία τους, ήταν ότι κατάργησαν και τις δυο φορές που βρέθηκαν στην εξουσία τη συντεχνία («εσνάφι», «ρουφέτι») των βαρελάδων. Είναι η μοναδική ίσως περίπτωση που επιμένουν στην κατάργηση ενός παραδοσιακού θεσμού. Δεν ανέχονται τις κλειστές τάξεις επαγγελματιών που βασίζουν τη δύναμή τους στην προστασία από την εξουσία για να ελέγχουν και να παρακωλύουν το εμπόριο.

Οι Καρμανιόλοι, κυρίαρχοι πλέον στο νησί, θα προτιμήσουν μια «χαλαρή σχέση» με την κεντρική διοίκηση του αγώνα και θα αντιταχθούν στην επέκταση των εθνικών συνταγμάτων στο νησί. Είδαν μάλλον με δυσπιστία τα κεντρικά σχήματα διοίκησης, με την κυρίαρχη παρουσία σ’ αυτά των ομάδων εξουσίας της Οθωμανικής περιόδου (κοτζαμπάσηδες). Ακόμα οι ιδέες τους για τη διάρθρωση του κράτους δεν συνέπιπταν με αυτές των εθνικών πολιτευμάτων. Το πολίτευμα της Σάμου προέβλεπε ισχυρή μονοπρόσωπη κεφαλή στην εκτελεστική εξουσία, αλλά και πολύ διευρυμένη συμμετοχή του λαού στη νομοθετική εξουσία, τη διαδικασία ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε αντίθεση με τα άλλα τοπικά πολιτεύματα, ή τοπικούς οργανισμούς της  επανάστασης -όπως ο Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας, η Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ο Άρειος Πάγος, ο Οργανισμός της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, το Προσωρινόν Πολίτευμα της Νήσου Κρήτης- τα οποία καταργήθηκαν από την Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους το 1823, το Πολίτευμα της Σάμου, παρά τις προσπάθειες του επάρχου Μώραλη το 1822, δεν καταργήθηκε και διατηρήθηκε ως την καποδιστριακή περίοδο (1828-1830), οπότε, με την εκλογή της επαρχιακής δημογεροντίας, προσαρμόστηκε στη νέα διοικητική διαίρεση (τότε παύει το αξίωμα του Γενικού Διοικητή, τα όργανα εξουσίας δε λογοδοτούν στη Γενική Συνέλευση, αλλά από την τελευταία συνεχίζουν να εκλέγονται οι Πολιτικοί Κριτές, που ονομάζονται τώρα Επαρχιακοί Δημογέροντες). Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια επανήλθε το Στρατοπολιτικό Σύστημα της Σάμου και ίσχυσε μέχρι το 1834, που επιβλήθηκε το ηγεμονικό καθεστώς

Για δύο χρόνια (1828-1830) εγκαταστάθηκε στο νησί διοίκηση διορισμένη από τον Καποδίστρια και η Σάμος έγινε έδρα του τμήματος των Ανατολικών Σποράδων, που περιλάμβανε τα νησιά Σάμο, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο και Ικαρία. Την διετία αυτή, με συναίνεση των Σαμίων, θα διοριστεί διοικητής ο Ιωάννης Κωλέττης, ενώ ο Λυκούργος θα διοριστεί διοικητής Λακωνίας και Μεσσηνίας. Ο Διοργανισμός θα μείνει ανενεργός για τα δύο αυτά χρόνια. Την περίοδο αυτή αρχηγός της εκτελεστικής δυνάμεως διετέλεσε ο Κ. Λαχανάς. (el.wikipedia.org, λήμμα Λαχανάς.)

Όμως, οι διπλωματικές συμφωνίες της εποχής και τα συμφέροντα των ισχυρών δυνάμεων απαιτούσαν την επιστροφή της Σάμου στην Τουρκία. Για το λόγο αυτό, στο Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας (1830), η Σάμος δεν περιλήφθηκε στο νέο ελληνικό κράτος. Οι Σάμιοι, όμως, συνέχισαν τις προσπάθειές τους για την ενσωμάτωση της στην Ελλάδα. Το 1830 ίδρυσαν την «ανεξάρτητη» Σαμιακή Πολιτεία υπό τον Λογοθέτη Λυκούργο, και συνέχισαν να αγωνίζονται μέχρι το 1834 για την Ένωση. Χωρίς όμως  η προσπάθειά τους να τύχει καμιάς αναγνώρισης. Επανεισήγαγαν τον Διοργανισμό, ακολουθώντας τις ίδιες πολιτικές αρχές και παρά τις όποιες προσαρμογές, ο καταστατικός χάρτης της «Σαμιακής Πολιτείας» ακολουθεί στις περισσότερες διατάξεις του τον «Στρατοπολιτικό Διοργανισμό.». Όταν, μετά το 1830, αποφασίστηκε από τις εγγυήτριες δυνάμεις να μην περιληφθεί η Σάμος στο νέο κράτος, διαμορφώθηκαν τρεις πτέρυγες: οι καλικάντζαροι υποστήριζαν την αποδοχή της υποταγής στην τουρκική επικυριαρχία, ο Λογοθέτης πρότεινε αποδοχή του καθεστώτος της αυτονομίας, χωρίς σχέσεις με την Τουρκία, ενώ η τρίτη άποψη, την οποία υποστήριζε και ο Λεκάτης (για πρώτη φορά σε σύγκρουση με τον Λογοθέτη), δεν δεχόταν καμία λύση εκτός από την ένωση. Ο Λεκάτης το 1831 αγοράζει τυπογραφείο, το φέρνει στη Σάμο και τυπώνει διάφορα βιβλία, ανάμεσα στα άλλα -σε μετάφραση μιας γυναίκας, της Φωτεινής Σπάθη – την τραγωδία του Βολταίρου «ο Φανατισμός ή ο προφήτης Μωάμεθ».

Με την επιβολή του καθεστώτος της Ηγεμονίας το 1834 τερματίζεται η δεύτερη φάση κυριαρχίας των Καρμανιόλων. Τότε εκδιώχτηκαν από τους αντιπάλους τους κι όσοι δεν θανατώθηκαν κι εξορίστηκαν από τη Σάμο. Η Ηγεμονία δείχνοντας τη μικροψυχία της, καταδίκασε σε ισόβια εξορία τους πρωτεργάτες του ξεσηκωμού : Λογοθέτη Λυκούργο, Καπετάν – Σταμάτη, Κωνσταντή Λαχανά, Αρχιερέα Κύριλλο, ποιητή Κλεάνθη, γραμματικό Λεκάτη, υποχιλίαρχο Αγγελίνα και 63 άλλους. Τους ακλούθησαν και οι πιο φιλελεύθεροι Σαμιώτες που αυτοεξορίστηκαν από την Σάμο.

Τον Μητροπολίτη ακολούθησαν στην εξορία και πολλοί ιερείς, ειδικά από το Καρλόβασι, επειδή προφανώς έλαβαν ενεργό μέρος στην επανάσταση. Ο Λογοθέτης Λυκούργος πέθανε εξόριστος στην Εύβοια. Ο Λεκάτης, στην εξορία του έγραψε τη «Συνοπτική Περιγραφή της Νήσου Σάμου». Όμως επέστρεψε κι οργάνωσε την τελευταία επαναστατική κίνηση των Καρμανιόλων το 1849. Παρότι τότε πέτυχε την καθαίρεση του Ηγεμόνα Βογορίδη, δεν κατάφερε και την κατάλυση του καθεστώτος της ηγεμονίας. Ο Ιερομόναχος Ιγνάτιος, ηγούμενος τότε στη Μονή Ζωοδόχου Πηγής, εξορίστηκε το 1841 (κατά την εξέγερση του Σταματιάδη) για στάση εναντίον του ηγεμόνα Βογορίδη, και λίγα χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια του κινήματος του 1849-50 θανατώθηκε από τους Τούρκους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

– Καραμπελιάς Γιώργος, 2010: Η εθνική και κοινωνική Συνείδηση στην επαναστατημένη Σάμο (1805-1834), από τον Νέο Ερμή τον Λόγιο, τμ. 3. Ηλεκτρονική ανάρτηση στο περιοδικό ΆΡΔΗΝ-ΡΗΞΗ. Λινκ: https://ardin-rixi.gr/archives/195270

– Λαϊου Σοφία, 2011: Η συμμετοχή των Σαμίων στην Επανάσταση του 1821 και η αντίδραση του οθωμανικού κράτους, 2011, σελ. 41-56 (ανάκτηση από το διαδίκτυο)

– Λάνδρος Χρ. 2005: Λάνδρος Χρ., Καμάρα Αφροδίτη , Ντόουσον Μαρία -Δήμητρα , Σπυροπούλου Βάσω, Πολιτιστική Πύλη του Αιγαίου Αρχιπελάγους, λήμμα 2.3.

– Οθωμανική κυριαρχία, 2.3. 1. Καρμανιόλοι Καλλικάντζαροι, 2.4. Η Επανάσταση του 1821, 2.5.

– Η Ηγεμονία της Σάμου 2005. http://www2.egeonet.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=6892

– Λάνδρος Χρίστος, 2015: Το πνεύμα του Στρατοπολιτικού πολιτεύματος της Σάμου. Από το διαδίκτυο: https://www.isamos.gr/to-pnevma-tou-stratopolitikou-politevmatos-tis-samou/

– Μπουκάλας Παντελής 2008: Υποθέσεις. Κάλβος, Καρμπονάροι και Καρμανιόλοι. Από το διαδίκτυο : http://news.kathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_columns_2_23/03/2008_263591

– Σακκέτος Άγγελος 2012: Άγνωστα ιστορικά αρχεία για το νησί του Πυθαγόρα. Από το διαδίκτυο http://www.sakketosaggelos.gr/Article/3357/

– Σεβαστάκης Αλέξης 1980: Οι Καρμανιόλοι στην επανάσταση της Σάμου- Ιωάννης Λεκάτης, Διογένης. Αθήνα 1980

– Σεβαστάκης Αλέξης 1985: Σαμιακή πολιτεία 1830-1834- Λογοθέτης Λυκούργος, Αθήνα 1985

– Σεβαστάκη Αλέξης 1996: , Το κίνημα των Καρμανιόλων (με ανέκδοτα έγγραφα), Αθήνα 1996

– Σεβαστάκης, Αλέξης, 1996β, «Η θεμελίωση της Σαμιακής Πολιτείας 1830-1834 (με ανέκδοτα έγγραφα)», Σαμιακές μελέτες, τόμ. 2. Αθήνα 1996.

– Σεβαστάκης, Αλέξης 2005: «Το κοινωνικό υπόβαθρο της Σαμιακής Επανάστασης», στο Αλ. Σεβαστάκης, Ιστορικά Ανάλεκτα, ΠΙΣΝΔ, Αθήνα 2005, σσ. 17-31.

– Σεβαστάκης, Αλέξης 2005β: «Το “στρατοπολιτικόν σύστημα” Σάμου και η κεντρική ελληνική διοίκηση» στο Αλ. Σεβαστάκης, Ιστορικά Ανάλεκτα, ΠΙΣΝΔ, Αθήνα 2005, σσ. 32-62.

– Wikipedia, λήμμα Καρμανιόλοι, http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CF%8C%CE%BB%CE%BF%CE%B9

– Ιστορία της Σάμου. Από το διαδίκτυο: http://www.diavlos.gr/monasteries/samisgr.html

http://www.greece.org/hec01/www/orgs/samians/samoshistorygr.htm#Epanastasi[/vc_column_text][/vc_column][/vc_row]

    Αφήστε ένα σχόλιο